Του Σταύρου Σταυρίδη
Έχει σήμερα νόημα να μιλήσουμε για όρους της κοινωνίας των από κάτω, για μορφές αντίδρασης, οργάνωσης, αντίστασης προς την κοινωνία του χρήματος, που θα έχουν χαρακτηριστικά τρόπων ζωής που θα υπερβαίνουν τις αξίες αυτού του καθεστώτος; Κι αν ναι, πού στα αλήθεια είναι δυνατό να βρούμε αυτές τις μορφές; Κάτι που έκαναν η Αριστερά και το αναρχικό κίνημα πολλές φορές στο παρελθόν ήταν να προσπαθήσουν να προεικονίσουν αυτές τις μορφές μέσω μιας στρατηγικής φαντασίας. Δηλαδή, να προσπαθήσουν να συλλάβουν αυτό το «πέραν» σαν να ήταν κάτι απόλυτο ξεχωριστό από αυτό που υπήρχε ήδη. Νομίζω ότι η συζήτηση σήμερα έχει ενδιαφέρον να γίνει σε ένα άλλο επίπεδο, και ίσως μπορούμε να μάθουμε πολλά από αυτά που ζούμε γύρω μας.
Τι θα σήμαινε να αναζητήσουμε αυτές τις μορφές ζωής (εννοώ μορφές κοινωνικής ζωής αλλά και τρόπους με τους οποίους εκφράζεται η ανθρώπινη ζωή), πόσο ενδιαφέρον αλλά και τι νόημα θα είχε να αναζητήσουμε αυτές τις μορφές σε αντιδράσεις, αντιστάσεις, τρόπους ζωής, ενδεχομένως και πρακτικές επιβίωσης, που χαρακτηρίζουν τους από κάτω σήμερα, στις οποίες εκδηλώνουν ενδεχομένως διαφορετικούς τρόπους να αξιολογηθούν οι προοπτικές, το νόημα της συλλογικής ζωής και οι αξίες της. Μ' άλλα λόγια, οικειοποιούμενος μια πετυχημένη έκφραση του Χόλογουεη, έχει νόημα να αναζητήσουμε σήμερα εντός, εναντίον και πέραν του καπιταλισμού πρακτικές που μπορούν να χειρονομούν προς αυτό το πέραν; Μπορεί σήμερα, όχι μόνο λόγω του ότι προσπαθούμε να φανταστούμε το μέλλον ως κάτι ριζικά διαφορετικό από αυτό που ζούμε, αλλά εξαιτίας πρακτικών που αναγκαστικά βρίσκονται μπροστά στο ερώτημα πώς να είναι αλλιώς, να διδαχθούμε για τις πιθανές μορφές που αυτό το μέλλον θα πάρει εδώ, τώρα, ζώντας στιγμές, όψεις ή χαρακτηριστικά του; Μπορούμε να ελέγξουμε την εμβέλεια, την προοπτική και τα χαρακτηριστικά αυτού του μέλλοντος που θα υπερβαίνει τη σημερινή κοινωνία σε πρακτικές που αναπτύσσονται ήδη μέσα σε αυτή την κοινωνία και δεν την εκφράζουν απλώς αλλά συγκρούονται με το πλαίσιό της, ξεχειλίζουν από τα όριά της;
Αυτό το ερώτημα, παρότι είναι ένα παλιό ερώτημα, έχουμε τα δεδομένα και τις εμπειρίες να το κουβεντιάσουμε αρκετά διαφορετικά από τη συζήτηση, για παράδειγμα, που έγινε τη δεκαετία του 1970 σε σχέση με τους εναλλακτικούς τρόπους ζωής εντός του καπιταλισμού. Έχουμε πρακτικές από τις οποίες μπορούμε να διδαχτούμε τρόπους, προοπτικές, δυνατότητες, μορφές, στις οποίες δεν εκφράζεται μόνο κάτι αλλιώτικο εντός του καπιταλισμού αλλά η ίδια η εκδήλωσή τους ήδη τον αμφισβητεί και τον υπερβαίνει. Από αυτή την άποψη, έχει νόημα να αναζητήσουμε τους τόπους που αυτές οι μορφές εκδηλώνονται.
Αυτές οι μορφές δεν υπάρχουν μόνο στα κινήματα που αντιδρούν με έναν έκδηλο τρόπο στις αξίες και στα χαρακτηριστικά αυτής της κοινωνίας. Προφανώς υπάρχουν εκεί, αλλά δεν είναι απαραίτητο να εκδηλώνονται μόνο εκεί, και μάλιστα ίσως ορισμένες φορές να εκδηλώνονται με λιγότερη ένταση εκεί. Πού αλλού εκδηλώνονται; Στις καθημερινότητες αντίδρασης και τους πολλούς τρόπους εκδήλωσης των από κάτω, που αναγκαστικά εφευρίσκουν αυτό το «πέραν» γιατί τούτη εδώ η κοινωνία δεν τους χωράει. Μπορούμε να παρατηρήσουμε, λοιπόν, στις πρακτικές, στην καθημερινότητα των από κάτω, στην επινοητικότητα της δικής τους φαινομενικής προσαρμογής, μπορούμε να ανακαλύψουμε εκεί τρόπους που μπορούν να εμπνεύσουν, να προεικονίσουν το μέλλον μιας ανθρώπινης χειραφέτησης; Νομίζω πως ναι. Γιατί ακριβώς σε αυτές τις επινοητικές πρακτικές επιβίωσης των από κάτω, σε κοινωνίες τόσο πολύ διχασμένες, τόσο πολύ εχθρικές προς αυτά τα κοινωνικά στρώματα, σε αυτές τις πρακτικές μπορούμε να βρούμε μορφές μέσα από τις οποίες, στην προσπάθειά τους να επιζήσουν, εφευρίσκουν αναγκαστικά κάτι που υπερβαίνει τα χαρακτηριστικά της σημερινής κοινωνίας.
Μ' άλλα λόγια, πολλές φορές οι από κάτω μέσα από την ευρηματικότητα των μορφών αλληλεγγύης που αναπτύσσουν για να μπορέσουν να ζήσουν, να καταφέρουν να αντιδράσουν σε μια λαίλαπα πραγμάτων που τους εμποδίζει να ζήσουν, εφευρίσκουν κυριολεκτικά αυτό που πολλές φορές το αντικαπιταλιστικό ή το αριστερό ή το αναρχικό κίνημα ονειρεύεται, δηλαδή μορφές συλλογικότητας που αντιστοιχούν στους στόχους μιας απελευθερωμένης κοινωνίας.
Θα δοκιμάσω να ιχνογραφήσω αυτές τις μορφές μέσα σε τρεις-τέσσερις περιοχές της κοινωνίας. Για να πω τελικά ότι αυτοί οι αντιθεσμοί που αναζητάμε ή που φανταζόμαστε μπορεί και να εκκολάπτονται σε πρακτικές που δεν είναι ρητά αντιθεσμικές αλλά παράγουν άλλους θεσμούς, θεσμούς που δεν συνεργούν στην αναπαραγωγή της σημερινής κοινωνίας, θεσμούς που μπορεί να συνέχουν αυτά τα κοινωνικά στρώματα ή αυτές τις κοινωνικές πρακτικές, και εμπεριέχουν το σπόρο της υπέρβασης των κυρίαρχων θεσμών. Αυτοί, λοιπόν, οι άλλοι θεσμοί δεν είναι αναγκαστικά ήδη αντιθεσμοί, συγκροτημένοι ως αντίπαλοι προς αυτό που υπάρχει, είναι όμως θεσμοί πέραν, ή εντός αλλά και πέραν, των κυρίαρχων θεσμών.
Για να δούμε, λοιπόν, τι μπορούμε να ανακαλύψουμε σε αυτούς τους θεσμούς σε σχέση με την προοπτική της υπέρβασης αυτής της κοινωνίας. Ας πούμε, στο επίπεδο της αγοράς, έχουμε πρακτικές των από κάτω, σε πολλές μάλιστα μεγαλουπόλεις του κόσμου, οι οποίες στηριγμένες καθαρά στην ανάγκη επιβίωσης εφευρίσκουν τρόπους παράκαμψης των κυρίαρχων θεσμών, τις κυρίαρχες θεσμίσεις που συγκροτούν την κυρίαρχη καπιταλιστική αγορά, και γεννούν μέσα της και δίπλα της πρακτικές που αφορούν νέες μορφές συγκρότησης του υποκειμένου της αγοράς αλλά και των διαδικασιών της. Για παράδειγμα, το αυτοσχέδιο ή το άτυπο εμπόριο, το οποίο αναπτύσσεται σε ημινόμιμες ή ημιπαράνομες συνθήκες σε πολλές μεγαλουπόλεις της Αφρικής, της Λατινικής Αμερικής, αλλά και στα κέντρα του «πρώτου κόσμου», στην Ευρώπη.
Αυτή η διαδικασία, η οποία παράγει νέες μορφές συντονισμού, συλλογικής συμπεριφοράς, συλλογικής δράσης η οποία έχει τις δικές της συνήθειες και τα δικά της οργανωτικά σχήματα, αυτό που οι κοινωνιολόγοι περιγράφουν ως άτυπο εμπόριο, τι είναι; Είναι νέες δομές κοινωνικών σχέσεων, κοινωνικών δεσμών, οι οποίες είναι -κατά το υπόδειγμα του Χόλογουεη- εντός, εναντίον και πέραν του καπιταλισμού. Συχνά, χωρίς αυτός να είναι ο στόχος τους· είναι αναγκασμένες αυτές οι μορφές να γεννούν αυτό το «πέραν». Θα πείτε, μέσα σε αυτές τις πρακτικές δεν υπάρχουν και κυριαρχικές, ιεραρχικές, αναπαραγωγικές της συγκεντρωτικής εξουσίας δομές; Ασφαλώς και υπάρχουν. Δίπλα σε αυτούς τους δεσμούς αλληλεγγύης που παράγονται πολλές φορές με όρους συνεταιριστικούς, παράγονται και δομές συγκεντρωτικού ελέγχου αυτών των άτυπων αγορών. Δίπλα στους συνεταιρισμούς και στα δίκτυα αλληλοστήριξης των από κάτω που αυτοί συγκροτούν, έχουμε ιδιότυπες μορφές συγκεντρωτισμού. Ένα παράδειγμα είναι οι περίφημοι block captains, στο Γιοχάνεσμπουργκ, που διοικούν κυριολεκτικά μέσα από ένα ημιφεουδαρχικό τρόπο κατανομής της εξουσίας, την κατανομή των τοποθεσιών που κανείς μπορεί να πουλήσει, ελέγχοντας ο καθένας ένα οικοδομικό τετράγωνο.
Έχουμε, λοιπόν, σε αυτό το επίπεδο της άτυπης ή αυτοσχέδιας αγοράς, εξαιτίας της στρατηγικής επιβίωσης των από κάτω, δυνατότητες νέων μορφών συγκρότησης κοινωνικών σχέσεων, νέων δικτύων αλληλεγγύης και αλληλοστήριξης, οι οποίες στηρίζονται και στην ανάγκη να αντιμετωπίσουν την καταδίωξη και την καταστολή. Ταυτόχρονα, καθώς αυτές οι αγορές είναι μορφές αναπαραγωγής των από κάτω, συντήρησης της υπόστασής τους, έχουμε πολλές φορές την αναπαραγωγή ενός σκληρά δομημένου και ιεραρχικού δικτύου. Έχουμε, λοιπόν, νέους θεσμούς και πιθανότητες αντιθεσμών όταν αυτή η αλληλεγγύη φτάνει σε κάποιες μορφές οργάνωσης όπως, για παράδειγμα, στην πόλη του Μεξικού, όπου οι μικροπωλητές αυτού του είδους έχουν καταφέρει να έχουν και κάποιες σημαντικές δομές συλλογικής οργάνωσης και απαίτησης σε ευθεία σύγκρουση με το κράτος.
Κατ' αντίστοιχο τρόπο, στο επίπεδο της κατοικίας των από κάτω μπορούμε να βρούμε την ανάδυση τέτοιων θεσμών-αντιθεσμών. Από τη μια μεριά, σε πολλές περιοχές του κόσμου η κατοικία είναι κύριο στοιχείο του εξοβελισμού από την κοινωνία. Σε πολλές χώρες του κόσμου -η Ελλάδα δεν είναι ακόμα μια από αυτές, αλλά πολύ σύντομα νομίζω ότι θα έχουμε και εδώ τέτοια φαινόμενα- οι από κάτω, αυτοί που δεν είναι σε θέση να εξασφαλίσουν την αναπαραγωγή τους με όρους κατοικίας, δηλαδή με όρους στοιχειώδους προφύλαξης-καταφύγιου, αναγκάζονται να μπουν στη διαδικασία της αυτοκατασκευής. Η έκταση του φαινομένου είναι τέτοια ώστε κάποιος θεωρητικός έφτασε να μιλήσει για «πλανήτη των παραγκουπόλεων». Ήδη έχουμε πόλεις όπου οι παραγκουπόλεις δεν είναι ένα περιθωριακό κομμάτι τους αλλά το κύριο κομμάτι τους. Έχουμε, λοιπόν, μορφές αυτοοργάνωσης οι οποίες γεννιούνται μέσα από την ανάγκη για στέγη. Αυτές οι μορφές διαπερνιούνται από αυτόν το διχασμό που συναντήσαμε και στις άτυπες αγορές. Έχουμε ισχυρές δομές αλληλεγγύης, αλληλοϋποστήριξης, οι οποίες πολλές φορές θεσμίζουν ιδιότυπες αυτοοργανωμένες κοινότητες, κινηματικές πρωτοβουλίες, ιδιαίτερα στη Λατινική Αμερική, που φτάνουν στο επίπεδο να οργανώνουν πλήρως μια κοινότητα, καταλαμβάνοντας γη, χτίζοντας σε αυτή τη γη και δημιουργώντας δομές αυτοκυβέρνησης αυτής της κοινότητας, πολλές φορές σε διαρκή σύγκρουση με την εξουσία.
Από την άλλη μεριά, έχουμε τους πέραν των ηγεμονικών, αλλά όχι απαραίτητα σε αντίθεση με αυτούς, θεσμούς όπως αυτοί που γεννιούνται, για παράδειγμα στις φαβέλλες της Βραζιλίας, όπου έχουμε την αναπαραγωγή μιας ιδιότυπης δομής αλληλεγγύης και αλληλοστήριξης με ιεραρχική, όμως, μορφή ως προς τη συγκρότηση της εξουσίας που εξασφαλίζει αυτή τη δομή. Είναι στην ουσία το φαινόμενο μαφία-κομάντο. Δηλαδή, μια ισχυρή ιεραρχημένη δομή προστασίας της κοινότητας, η οποία, όμως, ζητάει ανταλλάγματα για την επιβεβαίωση της ισχύος της, παρότι έχει εξωτερικά χαρακτηριστικά αντιεξουσιαστικής ή αντικρατικής πάλης. Τα κομάντο των παραγκουπόλεων της Βραζιλίας βρίσκονται πολλές φορές σε πολεμική αναμέτρηση με το κράτος, αλλά δεν συγκροτούν αντιθεσμούς· μάλιστα, σύμφωνα με κάποιες αναλύσεις, συνιστούν ευθεία αναπαραγωγή των όρων υπαγωγής αυτών των στρωμάτων στην κεντρική εξουσία. Είναι ένα θέμα πολύ συζητήσιμο, αλλά σίγουρα βρίσκουμε και εδώ τον ίδιο διχασμό σε σχέση με την αυτοθέσμιση και την εναλλακτική θέσμιση που είδαμε και στο επίπεδο των άτυπων αγορών.
Στο επίπεδο της εργασίας, επίσης, βλέπουμε διαφορετικές μορφές ανάπτυξης της εργασίας, πάλι με όρους καταρχήν αυτοσυντήρησης και υπεράσπισης της δυνατότητας επιβίωσης των από κάτω. Σε πολλά μέρη του κόσμου -ο Ραούλ Ζιμπέκι έχει μελετήσει ιδιαίτερα τέτοια παραδείγματα στη Βολιβία και την Ουρουγάη- έχουμε τους από κάτω να οργανώνονται σε δίκτυα αλληλοστήριξης, ιδιαίτερα πληθυσμοί οι οποίοι εκτοπίζονται βίαια από αγροτικές περιοχές λόγω της νεοφιλελεύθερης πολιτικής και βρίσκονται ξαφνικά σε αστικά περιβάλλοντα, οπότε η μόνη πιθανότητα που έχουν να επιβιώσουν είναι συλλογικά. Ανακαλύπτουν, δηλαδή, τη συλλογικότητα και την αλληλεγγύη όχι ιδεολογικά αλλά ως αντανακλαστική σχεδόν χειρονομίας επιβίωσης.
Αυτή η διαδικασία γεννάει αρκετά ενδιαφέροντες θεσμούς. Γεννάει, για παράδειγμα, ενδιαφέροντες νέους ρόλους στο οικογενειακό δίκτυο. Υποτίθεται ότι η οικογένεια είναι ένας θεσμός που καταρχήν είναι ένας θεσμός αναπαραγωγής των κυρίαρχων αξιών και δομών της κοινωνίας· να, όμως, που η οικογένεια βρίσκεται ξανά στο κέντρο μιας νέας θέσμισης σχέσεων εργασίας που μπορεί και να υπερβαίνουν τις κυρίαρχες εργασιακές σχέσεις. Ο Ζιμπέκι γράφει σε ένα βιβλίο του πως αυτές οι νέες σχέσεις οικογενειακής εργασίας δεν στηρίζονται στην κατανομή των ρόλων και στην ιεραρχία, αλλά στη διαδοχική, εκ περιτροπής ανάληψη διαφόρων ρόλων. Ούτε, επίσης, υπάρχει -κι αυτό ισχύει και για τις μητροπόλεις της Αφρικής και της Ασίας- η ισχυρή διάκριση ανάμεσα στον καταναλωτή και στον παραγωγό. Πολύ συχνά έχουμε τέτοιες πρακτικές όπου αυτοί οι ρόλοι εναλλάσσονται. Παρ' όλα αυτά δεν σημαίνει ότι υπάρχει μια εξισωτική συνθήκη στο εσωτερικό αυτών των μικρομονάδων εργασίας.
Έχουμε, επίσης, κοινοτικές μορφές εργασίας, είτε στο εσωτερικό κάποιων κινηματικών πρωτοβουλιών είτε λόγω της ανάπτυξης των δικτύων που έχουν ως μονάδες τους την οικογένεια. Κοινοτικές μορφές εργασίας που αναγκαστικά θεσμίζονται εκτός των κλασικών μορφών αλλοτριωμένης εργασίας στο εργοστάσιο ή στις υπηρεσίες, και ήδη παράγουν μια απόκλιση, είναι εντός αλλά και πέραν. Στο άκρο αυτού του φάσματος βρίσκονται οι κολεκτίβες εργασίας, οι κατειλημμένοι χώροι παραγωγής, οι μεγάλες καταλήψεις εργοστασίων που συνέβησαν παλιότερα στην Ευρώπη αλλά και πολύ πιο πρόσφατα στην Αργεντινή μετά την κρίση. Έχουμε, λοιπόν, πολλών ειδών μορφές και πρακτικές οι οποίες γεννούν όρια νέων θεσμών, νέων μορφών αντιθέσμισης.
Έχουμε τέτοιες μορφές, όπως κολεκτίβες εργασίας, σε μικρή κλίμακα και στην Ελλάδα, και σε προηγούμενη περίοδο μικρής κλίμακας καταλήψεις στέγης, καθώς και μορφές συνεταιριστικής -στηριγμένης, όμως, περισσότερο σε μια ιδεολογική βάση- αντιθέσμισης. Μπορούμε να βρούμε και σύνθετα μορφώματα τέτοιων πρακτικών στα όρια του καθεστώτος. Σε αυτά τα σύνθετα συστήματα δυνάμει αντιθεσμών μπορούμε να ανακαλύψουμε αναμείξεις της εργασίας με το εμπόριο ή μορφές ένταξης της σχέσης με τον ελεύθερο χρόνο στη σχέση με τις υπόλοιπες δραστηριότητες της ζωής των ανθρώπων. Μορφές διεκδίκησης, για παράδειγμα, ενός νέου χαρακτήρα του δημόσιου χώρου. Και σε αυτές τις πρακτικές μπορούμε να δούμε στρατηγικές επιβίωσης των από κάτω. Δείτε τον τρόπο με τον οποίο στην Αθήνα οι μετανάστες κατάφεραν εδώ και πολλά χρόνια να διεκδικήσουν δημόσιους χώρους (η φρίκη των ημερών γεννήθηκε γιατί ακριβώς μπόρεσαν αυτοί οι άνθρωποι να βρουν τρόπους να ζήσουν). Θυμηθείτε τους τρόπους με τους οποίους οι μετανάστες έχουν δώσει καινούργιο νόημα στο δημόσιο χώρο, σε μια Αθήνα η οποία έχει εγκαταλειφθεί πλήρως από τους -εντός πάρα πολλών εισαγωγικών- ντόπιους που έχουν αποσυρθεί είτε στο ιδιωτικό τους καταφύγιο είτε στην πληρωνόμενη κατανάλωση σε δημόσιους χώρους.
Η επαναεπινόηση δημόσιων δραστηριοτήτων σε επαναοικειοποιημένους δημόσιους χώρους συνιστά από μόνη της μια μορφή υπόγειας διάτρησης θεσμών. Στην άλλη άκρη βρίσκονται πρακτικές οι οποίες ορίζουν καινούργιες μορφές προσδιορισμού της έννοιας του δημόσιου. Σε αυτό το επίπεδο είναι ίσως πιο πλούσια η ελληνική εμπειρία, με την έννοια ότι και μετά το Δεκέμβρη είχαμε πρακτικές οι οποίες κυρίως εκεί εστίαζαν, προσπάθειες -κυρίως με ιδεολογικούς όρους- οι οποίες κατάφεραν να συλλάβουν ανάγκες των από κάτω και να τις διατυπώσουν, όπως το πάρκο της Ναυαρίνου ή, με άλλους όρους, η αγορά της Κυψέλης, σειρά καταλήψεων και επαναοικειοποίησης δημόσιων χώρων, οι οποίες έδωσαν καινούργιες μορφές θεσμικής, στην ουσία, διαχείρισης του δημόσιου και ανέδειξαν νέα ερωτήματα. Ποιος χρησιμοποιεί τι και με ποιους όρους; Στο όνομα, για παράδειγμα, τίνος το πάρκο της Ναυαρίνου υφίσταται τη συγκεκριμένη διαχείριση, ποιος θέτει κανόνες ως προς τη διαχείριση και τα χαρακτηριστικά αυτών των χώρων; Σε αυτό, λοιπόν, το επίπεδο, έχουμε το πρόβλημα της ενοποίησης όλων των προηγούμενων επιπέδων μέσα από τις νέες μορφές διεκδίκησης που αφορούν την έννοια του δημόσιου χώρου.
Ένα τελευταίο θέμα, που μπορεί να δώσει την πολιτική ερωτηματοθεσία μάλλον παρά την προοπτική, που μπορεί να βάλει ξανά το πεδίο των αντιθεσμών σε μια καινούργια συζήτηση, είναι η έννοια της επινοητικότητας. Όλες αυτές οι μορφές που στηρίζονται στην αγωνία και τις προσπάθειες των από κάτω να εφεύρουν τους τρόπους επιβίωσής τους έχουν ισχυρή δόση επινοητικότητας. Είναι εύκολο να πούμε ότι η επινοητικότητα δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια μορφή προσαρμογής. Αυτοί οι άνθρωποι και όσοι τους υποστηρίζουν δε ζητούν παρά ένα τρόπο για να ζήσουν. Νομίζω, όμως, ότι αυτή η επινοητικότητα κάνει κάτι πολύ περισσότερο. Καταφέρνει να αναπτύξει το πεδίο ανάδυσης νέων μορφών και θεσμών ακριβώς γιατί αποδεικνύεται ότι, αντίθετα με την εξατομίκευση, η αλληλεγγύη μπορεί να είναι όχι μόνο αποτελεσματική αλλά και πηγή νοήματος ζωής. Και έτσι νομίζω η επινοητικότητα συναντιέται με τη δυνατότητα να σκεφτούμε το πέραν του καπιταλισμού όχι μόνο με τους όρους αναδιατύπωσης του κοινού, δηλαδή της επικράτειας αυτού που πρέπει να μπορεί κανείς να χρησιμοποιεί, να διεκδικεί να μπορεί να έχει πρόσβαση σε αυτό, αλλά και με μια ακόμη έννοια, με την έννοια των μηχανισμών μέσω των οποίων πραγματοποιείται το μοίρασμα.
Ένα κρίσιμο ερώτημα για να μπορούμε να αξιολογούμε αυτά τα υβρίδια θεσμών, αυτές τις αμφίβολης έκβασης θεσμικές επινοήσεις, θα ήταν πόσο συνεργούν στην ανάπτυξη μιας δυνάμει κοινωνικής συνθήκης, μορφών κοινωνικών δεσμών, που στηρίζονται στο μοίρασμα. Βεβαίως, η έννοια του μοιράσματος ανοίγει μια μεγάλη συζήτηση. Υπήρξαν κοινωνίες που ήταν στηριγμένες στην έννοια του μοιράσματος, και πολλές φορές έχουμε μια θολή εικόνα γι' αυτές θεωρώντας ότι ήταν κοινωνίες μιας περιόδου σπανιότητας, κοινωνίες τροφοσυλλεκτών κυνηγών που αναγκαστικά δεν μπορούσαν παρά να μοιράζονται γιατί δεν μπορούσαν να επιβιώσουν αλλιώς. Σε μια εποχή όπου ένας κυνηγός κυνηγούσε από κοινού με τους υπόλοιπους καθώς δεν μπορούσε να κυνηγήσει μόνος του, και αυτό που κέρδιζε ο καθένας σήμερα, αύριο το είχε δεν το είχε, έπρεπε γυρνώντας πίσω να το μοιραστούν όλοι, αλλιώς πήγαινε για όλους χαμένο ή όλοι μαζί θα κατάφερναν να επιβιώσουν. Τείνουμε, λοιπόν, να βλέπουμε αυτές τις κοινωνίες ως κοινωνίες που δεν μπορούσαν παρά να μοιράζονται, και μάλιστα αυτή η μοιρασιά που προέκυπτε από τη σπανιότητα και τις ανάγκες των φυσικών όρων ύπαρξης αυτής της κοινωνίας μοιάζει να δημιουργούσε εξ ανάγκης μια εξισωτική συνθήκη.
Στην πραγματικότητα, σε αυτές τις κοινωνίες υπήρχε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα σοφία, την οποία πρέπει να επαναανακαλύψουμε, να μεταφέρουμε στις σημερινές συνθήκες και να τη φανταστούμε με όρους θεσμικής επινόησης. Αυτή η σοφία ήταν η εξής πολύ απλή συνθήκη, όχι ότι αυτές οι κοινωνίες δεν μπορούσαν να φανταστούν μια κοινωνία ανισότητας γιατί δεν μπορούσε να λειτουργήσει μια τέτοια κοινωνία με τα δεδομένα που υπήρχαν, αλλά γιατί ίσα ίσα αυτές οι κοινωνίες είχαν εφεύρει τους μηχανισμούς που διαρκώς κατέστρεφαν τη δυνατότητα να παραχθεί ανισότητα. Είχαν πολύ έξυπνους μηχανισμούς οι οποίοι εμπόδιζαν τη συσσώρευση του πλούτου. Εμπόδιζαν τη συσσώρευση του συμβολικού και πραγματικού κεφαλαίου. Εμπόδιζαν τη μετατροπή πραγματικών διαφορών ανάμεσα στους ανθρώπους σε διαφορές εξουσίας, δηλαδή σε διαφορές που επέτρεπαν κάποιοι να καθορίζουν τις ζωές κάποιων άλλων. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα που αναφέρει ένας μελετητής των τροφοσυλλεκτικών κοινωνιών είναι ο τρόπος με τον οποίο το πείραγμα, το αστείο, ο σαρκασμός λειτουργούσε ως ένας τρόπος μετριασμού της υπεροχής κάποιων σε σχέση με κάποιους άλλους. Ο σαρκασμός, για παράδειγμα, κατέστρεφε την αυτοπεποίθηση ενός κυνηγού που μονίμως έφερνε περισσότερο κυνήγι από τους άλλους και θα μπορούσε να διεκδικήσει μεγαλύτερο μερίδιο εξαιτίας των ικανοτήτων του, μετριάζοντάς την, σχετίζοντάς την με άλλες ικανότητές του, μετριάζοντας τη δυνατότητά του να αποτελέσει ένα κέντρο συμβολικής καταξίωσης και οικονομικής υπεροχής.
Επομένως, μπορούμε να εντοπίσουμε σε αυτές τις πρακτικές της μοιρασιάς μορφές συλλογικότητας και αλληλεγγύης σαν αυτές που περιγράψαμε προηγουμένως. Το ερώτημα είναι: υπάρχει η δυνατότητα σε πρακτικές μοιρασιάς, οι οποίες μπορεί να γεννιούνται από αναγκαιότητες είτε από επιλογές, εν τέλει το αποτέλεσμα να είναι εξισωτικό; Γιατί όταν σκεφτόμαστε τέτοιες πρακτικές μοιρασιάς στις σημερινές συνθήκες, τίθενται και άλλα ζητήματα όπως η μοιρασιά της γνώσης. Στο εργοστάσιο Ζανόν, για παράδειγμα, στην Αργεντινή, όταν έγινε η κατάληψή του από τους εργάτες, τα ειδικευμένα στελέχη το εγκατέλειψαν. Έτσι, ξαφνικά, οι εργάτες της αλυσίδας παραγωγής έπρεπε να κάνουν τα πάντα. Οι εργάτες που ανέλαβαν αυτά τα καθήκοντα και τα κατάφεραν άρχισαν να ξεχωρίζουν από τους υπόλοιπους, ο λόγος και η γνώμη τους μετρούσε περισσότερο στις συνελεύσεις. Άρχισε, έτσι, να δημιουργείται μια ανισότητα, η οποία αναπαρήγαγε σιγά σιγά τον παλιό καταμερισμό εργασίας. Ποιοι είναι, επομένως, εκείνοι οι μηχανισμοί μοιράσματος της γνώσης που θα δημιουργήσουν και θα υποστηρίξουν εξισωτικές συνθήκες;
Οι εξισωτικές συνθήκες δεν μπορούν μονάχα να αποτελέσουν το στόχο με βάση τον οποίο αξιολογούμε τους θεσμούς που παράγονται μέσα, δίπλα και πέραν του καπιταλισμού. Οι εξισωτικές συνθήκες δεν πρέπει να είναι απλώς στόχος, αλλά να συγκροτούνται από πρακτικές που θέτουν ως προϋπόθεση την ισότητα των ανθρώπων. Πρόκειται για το «δημοκρατικό παράδοξο» ή το παράδοξο της ανθρώπινης χειραφέτησης που περιγράφει ο Ρανσιέρ. Είναι μεγάλο λάθος να θεωρήσουμε ότι η ανθρώπινη χειραφέτηση πρέπει να θέσει ως στόχο της την εξίσωση. Αν δεν ξεκινήσει η προοπτική της ανθρώπινης χειραφέτησης από τη βασική προϋπόθεση ότι οι άνθρωποι είναι καταρχήν ίσοι, τότε κανενός είδους θεσμοί εξίσωσης δεν μπορούν να γεννηθούν. Δεν μπορούν να δημιουργήσουν θεσμούς εξισωτικούς άνθρωποι που λειτουργούν εντός διαδικασιών όπου θεωρούνται καταρχήν άνισοι.
Σας θυμίζει κάτι αυτό; Πολλές από τις πρακτικές και του αναρχικού και του αριστερού χώρου προϋπέθεταν ένα μηχανισμό οργάνωσης της συλλογικής δράσης που στηριζόταν στην ιδέα της αποτελεσματικότητας που θα έφερνε ο καταμερισμός της εργασίας, η απόλυτη διάκριση των επιπέδων, και η δυνατότητα του καθενός να εκδηλώσει την υπεροχή του σε εκείνους τους τομείς που θα μπορούσε να είναι αποτελεσματικότερος. Αυτό γέννησε την ιδέα ενός «στρατού» που θα επιδιώκει το «άλλο», το οποίο, όμως, «άλλο» ξεμάκρυνε όλο και περισσότερο από το στόχο, γιατί αυτός ο «στρατός» αναπαρήγαγε τις διακρίσεις που είχε στο εσωτερικό του, αναπαρήγαγε το μοντέλο της μη ισότητας παρότι επαγγελλόταν την ισότητα. Η απάντηση, λοιπόν, δεν είναι η δημιουργία εξισωτικών θεσμών στην προοπτική της δημιουργίας της ισότητας των ανθρώπων, αλλά η δημιουργία θεσμών που προϋποθέτουν ήδη την ισότητα των ανθρώπων. Υπάρχουν πολύ ενδιαφέροντα παραδείγματα σε σχέση με αυτό το ζήτημα, όπως των Ζαπατίστας και άλλων μορφών πολιτικής και κοινωνικής δράσης, όπου δοκιμάστηκε η δημιουργία μορφών οργάνωσης της ζωής στο εσωτερικό κοινοτήτων που προϋπέθεταν ότι όλοι είναι ικανοί να διοικήσουν. Το «διοικώ υπακούοντας», που ανέδειξαν ως σχήμα εξουσίας οι Ζαπατίστας, είχε δίπλα του το ότι όλοι είμαστε ικανοί να διοικήσουμε.
Άρα, αν έχουμε κάτι να επικαλεστούμε στην προοπτική της αξιολόγησης αυτών των θεσμών που εκκρίνονται μέσα σε αυτή την κοινωνία, την υπερβαίνουν και ταυτόχρονα την αμφισβητούν ακόμη κι αν αυτός δεν είναι ο στόχος τους, είναι ότι αν δούμε μορφές αντιθεσμικές θα πρέπει να ρωτήσουμε για τον τρόπο με τον οποίο επιβεβαιώνουν τη συλλογική δημιουργικότητα ως όρο παραγωγής του «πέραν», και ταυτόχρονα, να ρωτήσουμε αν αυτοί οι αντιθεσμοί συγκροτούνται υπό την προϋπόθεση της ισότητας των ανθρώπων. Με άλλα λόγια, αν ο τρόπος με τον οποίο επιδιώκουμε αυτό το «πέραν», την άλλη κοινωνία, μοιάζει ήδη με την άλλη κοινωνία. Ή αλλιώς, αν οι κοινωνίες στην προοπτική του μοιράσματος, ως κοινωνίες δυνάμει εξισωτικές, ξεκινάνε από την προϋπόθεση της ισότητας, που σημαίνει το μοίρασμα στους όρους της διακυβέρνησης.
Τοποθέτηση στη συζήτηση με θέμα «Κοινωνικοί και εργατικοί αντιθεσμοί: Εμπειρίες και προοπτικές», που έγινε στα πλαίσια του B-Fest στις 27 Μαΐου 2011, με τη συμμετοχή των Ραούλ Ζιμπέκι και Κώστα Χαριτάκη.
Το κείμενο είναι απομαγνητοφώνηση της ομιλίας και ο τίτλος έχει δοθεί από εμάς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου