Του Γιώργου Λιερού
Οι εξεγέρσεις στην Τυνησία, την Αίγυπτο, την Λιβύη, την Υεμένη, τα Εμιράτα κ.ά. πρέπει να ειδωθούν, παρά τις ιδιαιτερότητές τους, ως μέρη της ίδιας διαδικασίας; Ποιας; Μιας διαδικασίας αραβικής; Μουσουλμανικής; Μπορεί σήμερα να ξεδιπλωθεί στη Μέση Ανατολή μια επαναστατική διαδικασία η οποία θα τείνει στον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της περιοχής; Ή μήπως οι εξεγέρσεις αυτές έρχονται να προκαλέσουν την επιτάχυνση της διαδικασίας προσαρμογής των εν λόγω χωρών στον καπιταλισμό της παγκόσμιας ελεύθερης αγοράς και, επίσης, να διεκδικήσουν εκ παραλλήλου την αναβάθμισή τους σε αυτά τα πλαίσια;
Μετά από πολλές δεκαετίες, βλέπουμε να εισβάλλει στην σκηνή ο ένας Αραβικός λαός, Άραβες πολίτες που ξεπερνάν τα στενά όρια και τις ιδιαίτερες φυσιογνωμίες των ξεχωριστών αραβικών εθνικών κρατών. Παρά τις διαφορές ανάμεσα στις αραβικές χώρες και ανάμεσα στις ίδιες τις εξεγέρσεις, η ταχύτητα με την οποία μεταλαμπαδεύεται η φλόγα από τη μία χώρα στην άλλη θυμίζει τις επαναστάσεις στην Ευρώπη το 1848 και το 1917/1923. Δεν πρέπει να εξαντλήσουμε την προσέγγισή μας στην περιπτωσιολογία, στην παράθεση ενός αθροίσματος συγκυριών και γεγονότων και να κρύψουμε πίσω τους τις βαθύτερες διεργασίες που τους δίνουν ενότητα και συνοχή.
Ενότητα; Συνοχή; Οι αραβικές εξεγέρσεις στο μέτρο που είναι όντως εξεγέρσεις και όχι απλώς ταραχές ή πολιτικά πραξικοπήματα συνίστανται από μια πολλότητα αντιφατικών και συγκρουόμενων μεταξύ τους διεργασιών · ανοίγουν πολλούς διαφορετικούς ή και αντίθετους δρόμους. Είναι συμβάντα, καταστάσεις εντελώς καινούργιες, που μόνο εν μέρει μπορούν να κατανοηθούν με έννοιες, θεωρητικά σχήματα ή ιδέες που έρχονται από το παρελθόν.
Για να καταλάβουμε τις αραβικές εξεγέρσεις στην περιπλοκότητά τους θα πρέπει να τις συσχετίσουμε:
- με την τρέχουσα κατάσταση του αραβικού και μουσουλμανικού κόσμου, τις ταξικές και τις άλλες συγκρούσεις που τον διαπερνούν όπως αυτές διαμορφώθηκαν ιστορικά μετά την αποικιοκρατία, τα μετα-αποικιακά κράτη-έθνη και μέσα από τα ιδεολογικοπολιτικά ρεύματα που αναδείχθηκαν (αραβικός εθνικισμός, αραβικός σοσιαλισμός, εθνικισμός).
- Με την θέση του αραβικού κόσμου στον σύγχρονο παγκόσμιο καπιταλισμό και τις μείζονες μεταβολές που συντελούνται στον τελευταίο, εδώ και λίγες δεκαετίες· μεταβολές που υποστρώνουν όλα τα μεγάλα γεγονότα της σύγχρονης παγκόσμιας ιστορίας (αναφερόμαστε σε γεγονότα όπως τις εξεγέρσεις νεολαίας την δεκαετία του 1960, τις δικτατορίες στην Λατινική Αμερική που εφάρμοσαν τις πρώτες σκληρές νεοφιλελεύθερες πολιτικές, τη θατσερική και ρηγκανική αντεπανάσταση, την κατάρρευση, μερικές φορές κάτω από την πίεση των λαϊκών κινητοποιήσεων, των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού, τη χαμένη δεκαετία στην οποία οδήγησαν την Λατινική Αμερική οι παρεμβάσεις του ΔΝΤ, την αντίσταση των λαϊκών κινημάτων που έδωσε ένα ευρύ φάσμα αριστερών κυβερνήσεων σ’ όλη σχεδόν την Λατινική Αμερική τις επόμενες δεκαετίες).
Οι δύο αυτές παράμετροι μπορούν να ειδωθούν ενιαία: η σύγχρονη ιστορία των αραβικών και μουσουλμανικών λαών μπορεί να διαβαστεί σαν η ιστορία της συγκρουσιακής τους συνάντησης με τον ευρωπαϊκό (και αργότερα με τον βόρειο αμερικανικό) καπιταλισμό.
*
Από τα τέλη του 18ου αιώνα και για ένα σχεδόν αιώνα, κινήματα θρησκευτικής και κοινωνικής μεταρρύθμισης συγκλονίζουν τον μουσουλμανικό κόσμο από τη Δυτική Αφρική μέχρι την Αραβική χερσόνησο και τη Μεσοποταμία. Όμως, ο Ουθμάν νταν Φοντίο στη Δυτική Αφρική, ο Μουχαμάντ αλ Ουαχάμπ στην Αραβία, ο Μάχντι Μουχαμάντ στο σημερινό Σουδάν και πολλοί άλλοι, απέτυχαν στο σχέδιο της αναγέννησης του μεγάλου χρηστοκυβέρνητου χαλιφάτου. Τον 19ο αιώνα, ο αραβικός και μουσουλμανικός κόσμος δεν μπορούσε να έχει καμία τύχη απέναντι στην Ευρώπη που είχε ήδη προχωρήσει στη βιομηχανική επανάσταση και οργανωνόταν με πολιτικούς και δικαϊκούς θεσμούς βγαλμένους μέσα από την Αγγλική και Γαλλική επανάσταση και τρεις αιώνες νεωτερικότητας. Πλέον, ως προϋπόθεση για την αντίσταση στην Δύση τίθεται το αίτημα του εκσυγχρονισμού. Η Μέση ανατολή και η βόρεια Αφρική για να αποφύγουν την υποδούλωση πρέπει να υιοθετήσουν μερικά ή εν όλω την νεωτερικότητα. Η Οθωμανική αυτοκρατορία επιχειρεί τις Tanzimat, μια επιλεκτική υιοθέτηση ευρωπαϊκών προτύπων. Ο Τζαμαλουντίν αλ Αφγκανί, ο Αμπντούχ, ο Μουχαμάντ Ρασίντ Ριντά κ.ά. επιχειρούν να εκσυγχρονίσουν το Ισλάμ.
Όμως, αξιόλογες αντι-αποικιακές νεωτερικές δυνάμεις με σοβαρή απήχηση στους ντόπιους πληθυσμούς θα εμφανιστούν μόνο τον 20ο αιώνα πάνω στην κοινωνική βάση που έδωσε η (αναιμική) ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων και των αστικών θεσμών υπό το αποικιοκρατικό καθεστώς. Στην Αίγυπτο των αρχών του 20ου αιώνα υπάρχουν ήδη αναρχικές εργατικές ομάδες και στη συνέχεια θα εμφανιστούν τα κομμουνιστικά κόμματα. Η ηγεμονία όμως του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα και το εκσυγχρονιστικό εγχείρημα μετά την απελευθέρωση θα αναληφθεί από τα εθνικιστικά κόμματα.
Οι ιδέες του αραβικού εθνικισμού διαμορφώθηκαν υπό την επίδραση των αυταρχικών ιδεολογιών της Ευρώπης του Μεσοπολέμου, όταν στο φαντασιακό του καπιταλισμού (εκείνου της ιμπεριαλιστικής εποχής) δέσποζε η ιδέα των ιεραρχημένων και αυστηρά πειθαρχημένων μεγάλων ανθρώπινων συνόλων – των μαζών, των μαζικών κομμάτων, των μαζικών εργοστασίων κ.τ.λ. Όταν ήρθε η απελευθέρωση –μετά των Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο– οι αδύναμες αστικές τάξεις των αραβικών χωρών, εξαρτημένες με πολλούς τρόπους από της κρατικές δομές που είχε δημιουργήσει η αποικιοκρατία, ακόμα και όταν έδιωχναν της βασιλιάδες προτιμούσαν να της αντικαταστήσουν με την αυταρχική ηγεσία χαρισματικών προσωπικοτήτων οι οποίες σχεδόν πάντα ήταν στρατιωτικοί. Ήμασταν ακόμα στην εποχή που στη Δύση δέσποζε το κεϋνσιανό κράτος και το κράτος πρόνοιας και στην Ανατολή ο γραφειοκρατικός σχεδιασμός της οικονομίας. Η πρωτοκαθεδρία του κράτους δεν αμφισβητείτο πουθενά.
Διαμέσου του κράτους τα αραβικά μετα-αποικιακά εθνικιστικά (αντιμπεριαλιστικά για μια εποχή) καθεστώτα επιτέλεσαν ένα εκτεταμένο εκσυγχρονιστικό έργο. Πέτυχαν μια ορισμένη ανάπτυξη της βιομηχανίας και εφάρμοσαν ευρύτερα οργανωτικές δομές ξεσηκωμένες από της αναπτυγμένες βιομηχανικές κοινωνίες. Διέδωσαν ακόμα περισσότερο της καπιταλιστικές σχέσεις, τη μισθωτή εργασία και βοήθησαν στην μεγέθυνση κοινωνικών στρωμάτων που ήταν φορείς του αστικού ήθους. Εισήχθησαν έτσι νέα δυτικά καταναλωτικά πρότυπα, νέες ιδέες για τις οικογενειακές σχέσεις ενώ οι γυναίκες των μεσαίων στρωμάτων άρχισαν να παίρνουν πιο δραστήρια μέρος στην παραγωγή. Τα εθνικιστικά καθεστώτα επέβαλλαν τη δημόσια παιδεία, ένα αγαθό που είχε όλο και περισσότερη ζήτηση από τους εγχώριους πληθυσμούς στο μέτρο που υποκαθιστούσε τους παραδοσιακούς μηχανισμούς κοινωνικής ανόδου. Η κρατική εκπαίδευση ήταν ένα δημόσιο αγαθό που μπορούσε να προσφερθεί απλόχερα στις «μάζες» ακόμα και όταν οι παραγωγικές δομές ή η αστική κοινωνία ήταν αδύναμες. Επίσης , έξω από τον αραβικό και μουσουλμανικό κόσμο, η υπερτροφία του εκπαιδευτικού τομέα χαρακτήριζε και πολλές άλλες χώρες του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου. Η μαζική παραγωγή μορφωμένων ανέργων θα αποτελούσε τυπικό χαρακτηριστικό αυτών των κοινωνικών δομών και θα είχε σοβαρές πολιτικές συνέπειες.
Δια των εθνικιστικών καθεστώτων ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής και οι αστικοί θεσμοί αναπαραγωγής κατέστησαν κυρίαρχοι. Απορρόφησαν επίσης ή άλλαξαν το περιεχόμενο όσων θεσμών επιβίωσαν από το ισλαμικό προ-καπιταλιστικό παρελθόν. Για παράδειγμα η ισλαμική εκπαίδευση, όπου επιβίωσε, πήρε την μορφή ή εντάχθηκε στα πλαίσια ενός εκπαιδευτικού συστήματος δυτικού τύπου. Η Σαρία, ο ισλαμικός νόμος, έγινε νομικός κώδικας δυτικού τύπου και ακριβώς σ’ αυτή την τελευταία της μορφή διεκδικείται από τους ισλαμιστές.
Ο αραβικός κόσμος μέχρι την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού και τον Πρώτο πόλεμο του Κόλπου ήταν διχασμένος ανάμεσα στα αντιμπεριαλιστικά εθνικιστικά καθεστώτα και στις φιλοδυτικές μοναρχίες που είχαν επικρατήσει, ιδίως στις πλούσιες σε πετρέλαιο περιοχές, με την ενεργή υποστήριξη του ιμπεριαλισμού. Και οι μοναρχίες πέτυχαν ένα ορισμένο εκσυγχρονισμό των κοινωνιών τους χρησιμοποιώντας μάλιστα παραπλήσιες οικονομικές και κοινωνικές πολιτικές μ’ εκείνες των εθνικιστικών καθεστώτων. Καθώς το ένα μετά το άλλο τα εθνικιστικά καθεστώτα εγκατέλειπαν την αντιμπεριαλιστική τους ρητορεία και προχωρούσαν στο νεοφιλελεύθερο άνοιγμα των οικονομιών τους, η σύγκλιση μεταξύ των αραβικών καθεστώτων γινόταν όλο και περισσότερο πραγματικότητα.
Σύγκλιση όμως σημειωνόταν και στην ίδια την κοινωνική βάση ανάμεσα στους ίδιους τους Αραβικούς λαούς χάρη στην διασπορά της Ευρώπης, μέσω της δράσης των ισλαμιστών και με τη διευκόλυνση των πιο προχωρημένων τεχνολογιών. Το Αλ Τζαζίρα σήμερα διαμορφώνει την αραβική κοινή γνώμη με υψηλής ποιότητα ενημέρωση. Έχει ενδιαφέρον το ότι το τελευταίο δεν γεννήθηκε σε κάποιο «προοδευτικό» εθνικιστικό καθεστώς αλλά δημιουργήθηκε και υφίσταται χάρη στην σθεναρή υποστήριξη του εμίρη του Κατάρ.
Οι αραβικές χώρες εδώ και καιρό έχουν πάψει να είναι παραδοσιακές (προ-καπιταλιστικές) αλλά οι αυταρχικές κρατικές δομές τους δεν αντιστοιχούν πλέον στις νέες κοινωνικές δυνάμεις που οι ίδιες έχουν δημιουργήσει. Οι αραβικές κοινωνίες γενικότερα, οι ανελαστικές τους γραφειοκρατικές ιεραρχίες, ο βαρύς και ογκώδης κρατικός τομέας, οι οικονομικές τους δομές, είναι ακόμα σε ένα μεγάλο μέρος εκείνες των περιφερειακών χωρών του καπιταλισμού της ιμπεριαλιστικής εποχής. Δεν ανταποκρίνονται πλέον στην νέα περίοδο του καπιταλισμού. Έτσι ο αραβικός κόσμος υποβαθμίζεται όλο και περισσότερο μέσα στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Μέσα σ’ αυτή την κατάσταση γεννιέται –και έρχεται να την αντιμετωπίσει– η αραβική εξέγερση.
*
Η αποξένωση των αραβικών καθεστώτων από τους λαούς τους, οι περιορισμένες τους δυνατότητες προσαρμογής και αναπροσαρμογής, που οδήγησαν στη σημερινή τους κατάρρευση, οφείλονται στον αυταρχικό και αντιδημοκρατικό τους χαρακτήρα, ο οποίος ήδη από την αρχική τους περίοδο προκαλούσε πολιτική αδυναμία που εκδηλωνόταν επίσης και σαν στρατιωτική αναποτελεσματικότητα.
Το θέμα δεν είναι κάποια εγγενής ασυμβατότητα του αραβικού πολιτισμού και της ισλαμικής παράδοσης με τις δημοκρατικές αξίες, όπως υποστηρίζει ένας ακροδεξιός πολιτικός λόγος, αλλά τα χαρακτηριστικά του αραβικού εθνικισμού τα οποία άλλωστε ο τελευταίος μοιραζόταν με πολλά άλλα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα στην Ασία και την Αφρική. Σχετικά, είναι εξαιρετικά διαφωτιστική η πρώιμη –σχεδόν προφητική– κριτική που άσκησε ο Φρανς Φανόν εναντίον των μετα-αποικιακών εθνικιστικών κυβερνήσεων της Αφρικής.
Οι παραδοσιακές δομές του Ισλάμ διασφάλιζαν τη δυνατότητα δημόσιας έκφρασης γνώμης, την άσκηση κριτικής στην εξουσία και τον κοινωνικό έλεγχο πάνω στους κρατικούς θεσμούς. Προέβλεπαν τρόπους ανανέωσης, εμπλουτισμού και διαρκούς επανερμηνείας της παράδοσης. Η βαθιά παρακμή στην οποία είχαν περιπέσει για αιώνες αυτές οι δομές, εξηγεί την απώλεια εκείνου του δυναμισμού που χαρακτήριζε τον ισλαμικό κόσμο την εποχή της ακμής του.
Στην πραγματικότητα, είτε πρόκειται για την Αυτοκρατορική Ρώμη είτε για την Αρχαία Κίνα, τους Ίνκας ή τους Φον της Δαχομέης, καμιά γραφειοκρατική ιεραρχία δεν μπορεί να λειτουργήσει στοιχειωδώς αποτελεσματικά χωρίς την ενεργή συμμετοχή, την δημιουργικότητα, την πρωτοβουλία, τη διόρθωση που επιφέρουν κατά την εφαρμογή των διαταγών οι διοικούμενοι, ο λαός, το πλήθος, οι από κάτω. Η φιλελεύθερη δημοκρατία ή ο κοινοβουλευτισμός είναι τρόποι με τους οποίους ασκείται αυτός ο κοινωνικός έλεγχος στις καπιταλιστικές νεωτερικές κοινωνίες. Το «δικαίωμα της επίπληξης» που κατείχαν οι λόγιοι της αρχαίας Κίνας όπως και το πιο τρομερό «δικαίωμα της Ουράνιας εντολής» (δηλαδή το καθήκον της τυραννοκτονίας) ήταν τρόποι με τους οποίους ασκείτο ο κοινωνικός έλεγχος στην αρχαία Κίνα.
Η γραφειοκρατία του νεωτερικού κράτους είναι ασύγκριτα πιο εκτεταμένη και περίπλοκη από αυτή των παραδοσιακών κρατών και χρειάζεται πολύ πιο αναβαθμισμένες δυνατότητες κοινωνικού ελέγχου. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που η ανάγκη για δημοκρατία έρχεται εκ νέου στο ιστορικό προσκήνιο ακριβώς μαζί με το νεωτερικό κράτος. Οι παραδοσιακοί μηχανισμοί ελέγχου της εξουσίας στο Ισλάμ, οι οποίοι στηρίζονταν στην άμεση αλληλόδραση των ανθρώπων, σε δεσμεύσεις από προσωπικές ή οικογενειακές σχέσεις και είχαν να κάνουν με μια εξουσία και διοικητικές δομές που στηρίζονταν σ’ ένα μεγάλο βαθμό ακόμα στον προφορικό λόγο, όχι μόνο είναι ατελέσφορες για να ασκήσουν διορθωτικό έλεγχο στην σύγχρονη γραφειοκρατία αλλά μπορούν να αποτελέσουν επιπλέον εμπόδια στην αποτελεσματική λειτουργία της.
Σε κάθε περίπτωση, οι Άραβες εθνικιστές ηγέτες ήταν συνεπαρμένοι από τις πιο αυταρχικές ευρωπαϊκές ιδεολογίες και ελάχιστα τους ενδιέφερε η δημοκρατία και πολύ περισσότερο η αναζήτηση, η ανάδειξη και η αναζωογόνηση των στοιχείων της δικής τους παράδοσης που θα μπορούσαν να εμπλουτίσουν σύγχρονους δημοκρατικούς θεσμούς.
Πρέπει να σημειωθεί ότι στον ανεπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο, το διογκωμένο γραφειοκρατικό κράτος του 20ου αιώνα παρέμενε λειτουργικό και αποτελεσματικό ακριβώς γιατί στηριζόταν σε μια στάση των πληθυσμών και ένα ήθος των δημόσιων λειτουργών που είχε διαμορφωθεί κατά τις δημοκρατικές επαναστάσεις. Στις ΗΠΑ και τη Δυτική Ευρώπη το ιεραρχικό-πειθαρχικό κράτος βασιζόταν σε μια πολύ ισχυρή αστική κοινωνία και συμπληρωνόταν από τα δραστήρια εργατικά κόμματα και συνδικάτα. Στη Γερμανία, η πειθαρχία του ναζιστικού στρατού δεν ήταν σε καμία περίπτωση παθητική. Ο δυναμισμός της Σοβιετικής διοίκησης τις πρώτες δεκαετίες της, αντλούσε από την εκπληκτική κοινωνική ενέργεια που είχε απελευθερώσει η επανάσταση.
Οι νεωτερικής προέλευσης αυταρχικές και αντιδημοκρατικές δομές των αραβικών καθεστώτων καθώς δεν εξισορροπούντο από θεσμούς (παραδοσιακούς ή όχι) κοινωνικού ελέγχου «παρήγαγαν» αδυναμία, καθιστούσαν τον αραβικό κόσμο όλο και περισσότερο πολιτικά αδύναμο.
*
Ο Μουμπάρακ, ο «φαραώ» που ανέτρεψε η αιγυπτιακή εξέγερση, ήταν ο τελευταίος της δυναστείας που έφερε στην εξουσία το πραξικόπημα των «Ελεύθερων Αξιωματικών», τον Ιούλιο του 1952. Ο Γκαμάλ Νάσσερ ήταν ο ηγέτης του πραξικοπήματος. Πρόκειται για μία σχεδόν μυθική προσωπικότητα για τον αραβικό εθνικισμό. Αναφέρεται ως ο πρώτος Αιγύπτιος που κυβέρνησε την Αίγυπτο από την εποχή του φαραώ Νεκτανεβώ του Β’ (4ος αιώνας π.Χ.). Συγκλόνισε τον κόσμο με την εθνικοποίηση της διώρυγας του Σουέζ, το 1956. Βοήθησε ενεργά τις αφρικανικές επαναστάσεις και αναδείχθηκε σε ηγετική φυσιογνωμία των αντιμπεριαλιστικών κινημάτων τις δεκαετίες του 1950 και του 1960. Μεσούντος του Ψυχρού πολέμου μαζί με τον Τίτο (Γιουγκοσλαβία) και τον Νεχρού (Ινδία) ίδρυσε το κίνημα των «αδέσμευτων χωρών».
Υπάρχει όμως και μια άλλη πολύ λιγότερο φωτεινή πλευρά του νασσερισμού που, αν και είναι αρκετά γνωστή, η κρατικιστική αριστερά, όχι τυχαία, θέλει να την ξεχνάει. Αυτή η ζοφερή πλευρά εξηγεί πολύ καλύτερα ό,τι έγινε όπως και την κατάσταση του αραβικού κόσμου σήμερα.
13 Αυγούστου 1952. Τρεις εβδομάδες μόνο μετά το πετυχημένο στρατιωτικό πραξικόπημα του Νάσσερ, μια εργατική απεργία σ’ ένα εργοστάσιο βρετανικών συμφερόντων καταστέλλεται βίαια. Οι ηγέτες των εργατών συλλαμβάνονται και δικάζονται από στρατοδικείο με συνοπτικές διαδικασίες. Εκτελούνται δι’ απαγχονισμού την επομένη. Είναι από τους πρώτους. Τα επόμενα χρόνια χιλιάδες αριστεροί και κομμουνιστές θα φυλακισθούν, θα βασανιστούν ή θα δολοφονηθούν από το νασσερικό καθεστώς. Το 1954, ο Σαγίντ Κουτμπ μένοντας πιστός στις ιδέες του, αρνήθηκε την πρόταση του Νάσσερ να γίνει υπουργός παιδείας. Το 1965, αφού κρατήθηκε φυλακισμένος 8 χρόνια και αφού βασανίστηκε απάνθρωπα, οδηγήθηκε στην αγχόνη, μετά από μια δίκη παρωδία. Το νασσερικό καθεστώς δολοφόνησε έναν από τους σπουδαιότερους διανοούμενους του μουσουλμανικού κόσμου, έναν ισλαμιστή που σέβονταν για το πνευματικό του επίπεδο και το ηθικό του ανάστημα οι κοσμικοί και οι αθεϊστικοί κύκλοι, τον άνθρωπο που επηρεάστηκε από τον ευρωπαϊκό αναρχισμό και ενέπνευσε την Αλ- Κάιντα.
Η σαθρότητα του Νασσερικού καθεστώτος φάνηκε τον Ιούνιο του 1967 στον πόλεμο των έξι ημερών. Για δύο εβδομάδες πριν ξεσπάσουν οι εχθροπραξίες 400.000 ισραηλινοί επίστρατοι βρίσκονταν στα σύνορα με τις αραβικές χώρες και ο αιγυπτιακός στρατός αιφνιδιάστηκε (!!!). Η πολεμική σύγκρουση είναι η κατ’ εξοχήν δοκιμασία στην οποία φαίνεται η (πολιτική) δύναμη ή η αδυναμία ενός καθεστώτος. Με την επαίσχυντη ήττα του 1967 ξεκίνησε η αργόσυρτη κρίση των αραβικών εθνικιστικών καθεστώτων. Τον Νάσσερ διαδέχθηκε ο Ανουάρ Σαντάτ, ένας από τους πιο παλιούς και έμπιστους συνεργάτες του. Το 1973 εξαπέλυσε την αραβική αντεπίθεση εναντίον των Ισραηλινών με μέτρια αποτελέσματα. Εγκατέλειψε τα όποια «σοσιαλιστικά» πειράματα του Νάσσερ, υπέγραψε το 1978 μονομερή συνθήκη ειρήνης με το Ισραήλ και μετέτρεψε την Αίγυπτο σε κύριο στήριγμα της πολιτικής των ΗΠΑ στην περιοχή. Δολοφονήθηκε από τους ισλαμιστές και τον διαδέχθηκε ο Μουμπάρακ.
Το 1969 στη Λιβύη, ο συνταγματάρχης Καντάφι ανέτρεψε τον βασιλιά Ίντρις. Η δικτατορία του ανέλαβε μια εξαιρετικά φιλόδοξη προσπάθεια εκσυγχρονισμού της χώρας. Ο Καντάφι δανείστηκε την φρασεολογία των πιο προχωρημένων ριζοσπαστικών κινημάτων του Δυτικού κόσμου, επιδίωξε στενές επαφές με τη ριζοσπαστική αριστερά της Ευρώπης και της Αμερικής και παρείχε βοήθεια στις ένοπλες επαναστατικές οργανώσεις. Ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, εξαγόρασε την επανενσωμάτωση του καθεστώτος του στην «Διεθνή κοινότητα» πουλώντας μεταξύ άλλων στις δυτικές μυστικές υπηρεσίες τις διασυνδέσεις που είχε με τις ένοπλες οργανώσεις.
Θα μπορούσαμε ακόμα να αναφερθούμε στην Αλγερία, την Συρία, το Ιράκ, το Σουδάν… Από την δεκαετία του 1970 και μετά, με εξαίρεση τους Παλαιστινίους που κρατούσαν ακόμα, οι αραβικοί λαοί φαίνονταν να βυθίζονται στο τέλμα. Η αριστερά είχε συντριβεί από την άγρια καταστολή και επιπλέον τα προτάγματά της αντλούσαν από το ίδιο μάγμα φαντασιακών σημασιών από το οποίο αντλούσαν και οι κρατούντες (εκσυγχρονισμός, εκκοσμίκευση, οικονομική ανάπτυξη, κρατικισμός, κοινωνικές παροχές με αντάλλαγμα την πειθάρχηση κτλ.) Μέσα σ’ αυτό το ρημαγμένο τοπίο οι αραβικές κοινωνίες έμοιαζαν να είναι πολιτικά πιο φτωχές απ’ ό,τι λίγες δεκαετίες πριν.
Κι όμως σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς υπήρξαν σπουδαία συμβάντα: η ιρανική επανάσταση, η πρώτη και η δεύτερη Ιντιφάντα κ.ά. Εντωμεταξύ, στην βάση της κοινωνίας συντελείτο ένα τιτάνιο, μακρύ και κοπιώδες έργο το οποίο θα συνέβαλε τα μέγιστα στην εκπληκτική σημερινή άνθιση της κοινωνίας των πολιτών στον αραβικό κόσμο. Οι ισλαμιστικές οργανώσεις, με όλες τους τις αντιφάσεις, ήταν ανάμεσα στους πρωτεργάτες αυτής της τεράστιας προσπάθειας.
*
Οι Ισλαμιστές φαίνονται να αντιπαραθέτουν ένα εξιδανικευμένο παρελθόν, μια εξωιστορική ιδανική κοινωνία σ’ ένα ραγδαία εξελισσόμενο κόσμο. Μοιάζουν με ανθρώπους οι οποίοι, μπρος σ’ ένα κόσμο ακατανόητο και εχθρικό που τους περιθωριοποιεί, φαντάζονται ότι μπορούν να προσφύγουν στην ασφάλεια της παραδοσιακής κοινότητας, των νόμων και των θεσμών της. Δίνουν την εντύπωση μιας παλινδρόμησης σε αρχαιότερους τύπους επικοινωνίας και αναγνώρισης. Αναμφίβολα οι τάσεις περιχαράκωσης και αναδίπλωσης που εκδηλώνονται σαν αντίδραση μεταξύ των περιθωριοποιούμενων μουσουλμανικών μαζών τροφοδοτούν τα ισλαμικά κινήματα και τους δίνουν πολλά από τα τυπικά τους χαρακτηριστικά. Πρέπει όμως να περιοριστούμε μόνο σ’ αυτά τα τυπικά χαρακτηριστικά; Είναι πράγματι οι ισλαμιστές ένα παραδοσιοκρατικό «αντιδραστικό» ρεύμα;
Νομίζουμε ότι πρέπει να είμαστε πιο προσεκτικοί και ν’ αποφεύγουμε τις παγίδες που μας στήνει η «πονηριά του Λόγου». Οι κρίσεις που διατυπώσαμε για τους Ισλαμιστές λίγα χρόνια πριν (στο κείμενο «η Ηγεμονία των ΗΠΑ») περιορίζονταν σ’ ό,τι θα ονομάζαμε, σε χεγκελιανούς όρους, «κακή αμεσότητα». Μπορεί πράγματι να φορούν τον μανδύα της παράδοσης αλλά τα ισλαμιστικά κινήματα είναι νεωτερικά. Δεν αξιολογούμε γενικά την νεωτερικότητα ως το Καλό και δεν αθωώνουμε τους ισλαμιστές απλώς επειδή τους προσδιορίζουμε ως νεωτερικούς –τα περισσότερα από τα πιο ειδεχθή εγκλήματα στην ιστορία της ανθρωπότητας έχουν διαπραχθεί από νεωτερικά κινήματα. Πρέπει όμως να ξεμπερδέψουμε από τις ευκολίες ενός τύπου κριτικής η οποία παραμένει δέσμια μιας εξαιρετικά απλοϊκής αντίληψης για τον διαφωτισμό, την πρόοδο, την εκκοσμίκευση κ.τ.λ.
Το όραμα για την επανίδρυση της ισλαμικής πολιτείας στην αρχική της μορφή δεν έχει από μόνο του τίποτα το συντηρητικό. Ένας Μύθος μιας χαμένης Χρυσής Εποχής που εμφανίζεται με διαφορετικά κάθε φορά περιεχόμενα φαίνεται να κινεί ό,τι θα ονομάζαμε ιστορική πρόοδο. Συχνά τολμηροί ανανεωτές κατανόησαν τα εγχειρήματά τους σαν προσπάθεια για την επιστροφή ενός μυθικού παρελθόντος. Στην αυγή της νεωτερικότητας οι άνθρωποι νόμιζαν ότι πάλευαν για την «Αναγέννηση» των κλασικών πολιτισμών της αρχαιότητας, επιδίωκαν τη «Μεταρρύθμιση» για την επιστροφή στην αγνότητα της ζωής των πρώτων Χριστιανών. Έξω από τον Δυτικό κόσμο, δυόμισι χιλιάδες χρόνια πριν, ο Κομφούκιος καταλάβαινε την ανατρεπτική του διδασκαλία σαν κάλεσμα για την «επιστροφή στην Οδό των Παλιών Βασιλέων».
Μερικές φορές συσχετίζουν την νεωτερικότητα με την εκκοσμίκευση και την απομάγευση του κόσμου μ’ έναν τρόπο που υπονοεί ένα φωτισμένο Τέλος της ιστορίας κατά το οποίο θα έχουν εξαλειφθεί οι θρησκείες (και μαζί τους ο ανορθολογισμός, οι μυστικισμοί, οι μεταφυσικές αγωνίες κ.τ.λ.). Εμείς διατηρούμε την πεποίθησή μας ότι η θρησκεία (σαν μια στιγμή της διαλεκτικής κοσμικό/ιερό) αποτελεί μια σταθερά της ανθρώπινης κατάστασης. Για την ώρα θα θέλαμε μόνο να θυμίσουμε ότι οι Άγγλοι επαναστάτες της Ένδοξης Επανάστασης, και ιδίως οι πιο ριζοσπάστες ανάμεσά τους, ήταν φανατικοί πουριτανοί ενώ οι ισλαμιστές θα έβρισκαν εξαιρετικά ανορθολογικές ορισμένες από τις προτεσταντικές σέχτες που προετοίμασαν το έδαφος για την αμερικανική επανάσταση.
Η ιστορία δεν είναι γραμμική. Η (Γερμανική) ρομαντική αντίδραση στον (Γαλλικό) διαφωτισμό ήταν εξίσου μ’ αυτόν νεωτερική και συνείσφερε στην ανάδυση της αστικής κοινωνίας, όπως έκανε και ο διαφωτισμός. Σε κάθε περίπτωση, κινήματα με την έκταση της επιρροής, την επιμονή στον χρόνο, το εύρος των δραστηριοτήτων, την επίδραση στο παγκόσμιο γίγνεσθαι που έχουν τα ισλαμιστικά κινήματα πρέπει να κατανοηθούν σαν κινήματα της εποχής τους (της νεωτερικότητας, της καπιταλιστικής κοινωνίας) και όχι μόνο με τους όρους της εποχής στην οποία αναφέρεται η μυθολογία τους. Όμως, ο ισλαμικός λόγος και πράξη δεν είναι νεωτερικός μόνο στα σημεία που συναρθρώνεται με την όλη κίνηση της νεωτερικότητας αλλά εν πολλοίς και στα ίδια καθεαυτά τα περιεχόμενά του.
Εάν η νεωτερικότητα συνδέεται με την ραγδαία ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνολογίας το ενδιαφέρον των ισλαμιστών για αυτές δεν εξαντλείται στην περιστασιακή χρήση των επιτευγμάτων τους για πολεμικούς ή και άλλους σκοπούς. Ο Μαουλάνα Μαουντούτι (1903-79), ο Χασάν αλ Μπάννα (1906-49) και ο Σαγίντ Κουτμπ (1906-66) ήταν ένθερμοι υποστηρικτές της επιστημονικής και τεχνολογικής προόδου και ονειρεύονταν να δουν ξανά τον Μουσουλμανικό κόσμο στην πρωτοπορία τους. Τα στελέχη των ισλαμιστικών οργανώσεων δεν στρατολογούνται ανάμεσα στους αγρότες, τους ανθρώπους των φυλών ή από τους Μουσουλμάνους θεολόγους-νομοδιδάσκαλους αλλά μεταξύ των αποφοίτων των πολυτεχνείων και των τεχνολογικών ιδρυμάτων. Ιδιαίτερα αποκαλυπτικό, όχι μόνο για το νεωτερικό τους χαρακτήρα, αλλά και για τις ταξικές αναφορές των ισλαμιστικών κινημάτων είναι το ότι στο περιεχόμενο της επιστημονικής γνώσης συμπεριλαμβάνουν τις οικονομικές και χρηματοοικονομικές γνώσεις οι οποίες είναι χρήσιμες για την εμπλοκή τους σε χρηματιστηριακές, τραπεζιτικές (με τον ισλαμικό τρόπο) και άλλες οικονομικές και «αναπτυξιακές» δραστηριότητες.
Στην εχθρότητα των Ισλαμιστών εναντίον της σημαντικότερης ίσως μουσουλμανικής ζώσας παράδοσης δηλαδή του σουφισμού μπορούμε να διακρίνουμε την νεωτερική προσπάθεια εξορθολογισμού και απομάγευσης (disenchantment) – η προσπάθεια αυτή ενέχει άμεσα μια δυναμική προς την εκκοσμίκευση. Οι ομοιότητες με την Χριστιανική Μεταρρύθμιση του 16ου αιώνα είναι εντυπωσιακές. Τότε ο Λούθηρος με το επιχείρημα της επιστροφής στην αγνότητα του αρχικού μηνύματος της Βίβλου, καταπολέμησε τη λαϊκή θρησκευτικότητα, τη λατρεία των αγίων, τα ιερά μυστήρια, τον μοναχισμό κ.α. Οι ισλαμιστές σ’ ένα ανάλογο εγχείρημα –εν τέλει εγχείρημα εξορθολογισμού– εναντιώνονται στα σουφικά τάγματα, την επίκληση των θαυματουργών αγίων, τις λαϊκές λατρείες γύρω από τους τάφους. Και εδώ το επιχείρημα είναι η επιστροφή στην καθαρότητα των απαρχών. Έτσι η παρούσα ενεργή παράδοση καταστρέφεται διά της επίκλησης ενός εξιδανικευμένου παρελθόντος και εκκαθαρίζεται το τοπίο (τελικά χάριν της εκκοσμίκευσης)1.
Οι ισλαμιστές διανοούμενοι κατηγορούνται πολύ συχνά από τους άλλους Μουσουλμάνους για τις πενιχρές θεολογικές τους γνώσεις. Οι πιο επιφανείς ανάμεσά τους όμως, πάντα παρακολουθούσαν στενά τις πολιτικές και πνευματικές εξελίξεις στην Ευρώπη και την Αμερική, τις λάμβαναν υπόψη και επηρεάζονταν δημιουργικά από αυτές. Την δεκαετία του 1940, την εποχή που η Ινδική υποήπειρος βάδιζε προς την ανεξαρτησία της και τον διχασμό της στην Ινδουιστική Ινδία και το Μουσουλμανικό κράτος του Πακιστάν, ο Μαουλάνα Μαουντούτι κατήγγειλε με σφοδρότητα τον Μωχάμεντ Άλι Τζίννα, τον ηγέτη των Ινδών Μουσουλμάνων, και την Μουσουλμανική Ένωση, ότι εκμεταλλεύονταν το Ισλάμ για να προωθήσουν έναν εκκοσμικευμένο εθνικισμό. Ο ίδιος είχε μάθει αγγλικά για να μπορέσει να μελετήσει τους δυτικούς φιλοσόφους, εντυπωσιάστηκε από κείμενα του Λένιν για το κόμμα και θαύμαζε την αφοσίωση των κομμουνιστών και τον τρόπο παράνομης δράσης που ανέπτυσσαν ανάμεσα στους απλούς αγρότες και εργάτες. Έτσι οργάνωσε το Ισλαμικό κόμμα ακολουθώντας το πρότυπο των Μπολσεβίκων. Το Ισλαμικό κόμμα με συνωμοτικό τρόπο προσπάθησε να διεισδύσει στους μηχανισμούς του πακιστανικού κράτους και να τους ελέγξει. Αυτή η πολιτική του Μαουλάνα Μαουντούτι θα έδινε τους καρπούς της με τη δικτατορία του Ζία Ουλ Χακ (1977).
Αν στο Πακιστάν το κράτος δήλωνε εξ αρχής μουσουλμανικό, στην Αίγυπτο ήταν στα χέρια των δυνάμεων της εκκοσμίκευσης. Οι «Αδελφοί Μουσουλμάνοι» πήραν αποστάσεις από την κρατική εξουσία και παρότι από την δυναμική των πραγμάτων ανέπτυξαν παράνομη πολιτική οργάνωση η οποία διέθετε και ένοπλη πτέρυγα επέμεναν να παρουσιάζονται σαν ένα κοινωνικό κίνημα. Συγκρούστηκαν βίαια με την Αριστερά και προχώρησαν σε εκτελέσεις ανώτατων κυβερνητικών αξιωματούχων. Όμως πρώτα απ’ όλα αποτελούσαν μια πλατιά οργάνωση η οποία την δεκαετία του 1950 αριθμούσε 250.000 μέλη ενώ το Κομμουνιστικό Κόμμα δεν ξεπέρασε ποτέ εκείνη την εποχή τα 2.500 μέλη. Παρότι συνεργάστηκαν με το νασσερικό καθεστώς στην πρώτη του περίοδο (στην πραγματικότητα χρησιμοποιήθηκαν από το τελευταίο εναντίον της Αριστεράς και των κομμουνιστών), αρνήθηκαν κυβερνητικές ευθύνες και έμειναν μακριά από τις καθεστωτικές δομές εξουσίας. Ο Σαγίντ Κουτμπ, ο «Ανώτατος Οδηγός» τους, είχε σπουδάσει σε ώριμη ηλικία στις ΗΠΑ και λέγεται ότι είχε δεχθεί την επίδραση του αναρχισμού. Σύμφωνα μ’ αυτόν, «κάθε σύστημα που επιτρέπει σε κάποιους ανθρώπους να άρχουν τους άλλους πρέπει να καταστραφεί»2. Καλούσε τους αγωνιστές να μείνουν μακριά από την παρούσα βαρβαρότητα, να την καταστρέψουν και να την αντικαταστήσουν με μια ισλαμική τάξη. Πίστευε ότι η ισλαμική πολιτεία στην τελείωσή της δεν θα είχε ανάγκη από κράτος, δικαστές και αστυνομία.
Όσο περισσότερα μαθαίνουμε για την ζωή και το έργο των ισλαμιστών διανοούμενων τόσο περισσότερο ανακαλύπτουμε ότι το πνευματικό τους σύμπαν κάθε άλλο παρά ήταν εγκλωβισμένο στα στενά όρια μιας ερμητικά κλειστής παράδοσης. Σύμφωνα με τον Τζων Γκρέι, η κριτική στον δυτικό ορθολογισμό του Αμπντάλα Αζάμ, ο οποίος διαμόρφωσε σε μεγάλο βαθμό τις απόψεις του Μπιν Λάντεν, περιέχει απηχήσεις από την ανάλογη κριτική του Νίτσε. Όχι μόνο οι εκσυγχρονιστές μουσουλμάνοι αλλά και οι ισλαμιστές από τη δική τους σκοπιά υποστηρίζουν ότι πρέπει να ξανανοίξει η «πύλη του ijtihad» η οποία έκλεισε τον 10ο αιώνα και σύμφωνα με τους συντηρητικούς παραδοσιοκράτες πρέπει να παραμείνει κλειστή. Το ijtihad ή η κατ’ αναλογία ερμηνεία, έχει να κάνει με τον εμπλουτισμό του ισλαμικού λόγου μέσω της συζήτησης καινούργιων προβλημάτων και πρωτόγνωρων καταστάσεων υπό το φως βέβαια των λύσεων που δόθηκαν στα πλαίσια της υφιστάμενης παράδοσης.
Παρότι διατείνεται ότι ζητά την «επιστροφή στην παράδοση» ο λόγος των Ισλαμιστών για την θέση της γυναίκας και τις οικογενειακές σχέσεις είναι επίσης ένας λόγος –κατά ένα μέρος του τουλάχιστον– εκσυγχρονιστικός. Όπως έδειξε η Αμερικανο-Αιγύπτια ανθρωπολόγος Abu Lughod στην ιδεατή οικογένεια που περιγράφουν οι ισλαμιστές, οι σύζυγοι εμφανίζονται σαν σύντροφοι σε μια αρμονική σχέση αποκομμένοι από την ευρύτερη ομάδα καταγωγής· πρόκειται για την πυρηνική και όχι για την παραδοσιακή διευρυμένη οικογένεια και αυτή η ιδεατή εικόνα έρχεται σε σύγκρουση με την ίδια την πραγματικότητα στις αγροτικές και ημιαστικές περιοχές του μουσουλμανικού κόσμου. Στην πραγματικότητα, η πυρηνική οικογένεια είναι πολύ πρόσφατη και στην Ευρώπη και στην Αμερική. Όπως μας πληροφορεί ο Ρ. Σεννέτ, στα τέλη του 19ου αιώνα μόνο το 20% των εργατικών οικογενειών του Σικάγο θα μπορούσαν να θεωρηθούν πυρηνικές. Στη Δύση η πυρηνική οικογένεια αποδείχθηκε μόνο μια σύντομη μεταβατική μορφή προς την διάλυση της πατριαρχικής οικογένειας την οποία βιώνουμε εδώ και καιρό στις πιο ανεπτυγμένες χώρες της Δύσης και που τρόμαζε τόσο ισλαμιστές όπως ο Σαγίντ Κουτμπ, όταν γνώρισαν τον αμερικανικό τρόπο ζωής από κοντά. Από την δική μας θέση υποψιαζόμαστε μια ακόμη ειρωνεία της ιστορίας στα πιθανά αποτελέσματα της προσπάθειας των ισλαμιστών να επαναφέρουν τις ενάρετες μουσουλμανικές παραδόσεις των απαρχών.
Η Abu Lughod μας πληροφορεί επίσης ότι η μαντίλα επανήλθε στις ενδυματολογικές προτιμήσεις των μουσουλμάνων γυναικών την δεκαετία του 1970 με πρωτοβουλία των φοιτητριών δηλαδή της πρώτης γενιάς γυναικών που συμμετείχε σε μεγάλους αριθμούς στην ανώτατη εκπαίδευση. Γι’ αυτές η μαντίλα αποτελούσε μια μορφή πολιτικής χειραφέτησης. Λίγο μετά, στην επαρχία, η μαντίλα ξεχώριζε τις μορφωμένες γυναίκες που επέστρεφαν στον τόπο τους μετά το τέλος των σπουδών τους.
Απεχθείς πράξεις των ισλαμιστών αλλά και θέσεις τους που προσβάλλουν βάναυσα την ανθρώπινη ελευθερία δεν έχουν να κάνουν με ισλαμικούς αρχαϊσμούς αλλά με δυναμικές που αναπτύσσει η ισλαμική παράδοση μέσα σε σύγχρονα νεωτερικά πλαίσια.
- Η ίδια η Σαρία, ο ισλαμικός νόμος, γίνεται στυγνά καταπιεστική όταν αποκτά την μορφή ενός δυτικού νομικού κώδικα και έτσι γίνεται ένα κλειστό και άκαμπτο σύστημα νομικών κανόνων που ορίζει απόλυτα και χωρίς αμφιλογίες το θρησκευτικά ορθό ή το κολάσιμο. Όπως αναφέρει ο Γεράσιμος Μακρής στο εξαιρετικό του βιβλίο για το Ισλάμ, ο ισλαμικός νόμος στην παραδοσιακή του μορφή ήταν ένας βασικά προφορικός νόμος, ένα αρκετά εύπλαστο σύστημα βασικών αρχών που επιδεχόταν ερμηνείες, ανάλογα με την περίπτωση. Ο δικαστής διατύπωνε τον νόμο λαμβάνοντας υπόψη του τις διαθέσεις, τα ήθη και τα έθιμα της κοινότητας, στη βάση πλαισίων που έδιναν οι αφηγήσεις από τα ιερά κείμενα και οι ποικίλες διαδοχικές ερμηνείες τους.
- Τον Μάρτιο του 2000 οι Ταλιμπάν, παρά τις αντιδράσεις του σουνιτικού πανεπιστημίου του αλ-Αχζάρ του Καΐρου και του σιιτικού ιερατείου της Κομ, βομβάρδισαν τα αρχαία αγάλματα του Βούδα στο Μπαμιγιάν. Κατά την γνώμη του Τζων Γκρέι έμοιαζαν με τον Πολ Ποτ και τους ερυθροφρουρούς της Πολιτιστικής Επανάστασης. Αυτοί οι καλλιτεχνικοί θησαυροί είχαν επιβιώσει πολλών παραδοσιακών μουσουλμανικών καθεστώτων3.
Κάθε φαινόμενο πρέπει να ερμηνεύεται σύμφωνα με την εποχή στην οποία εκδηλώνεται και άρα τα ισλαμιστικά κινήματα σύμφωνα με την νεωτερικότητα. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να κατανοούμε κάθε δομή στην ιδιαίτερη γενεαλογία της (ενδεχόμενα κατά ένα μέρος προκαπιταλιστική). Θα πρέπει να αποφύγουμε την ευκολία να ξεμπερδεύουμε, ονομάζοντας νεωτερικό το οτιδήποτε μόνο και μόνο γιατί βρίσκεται στην εποχή μας. Υφίστανται προνεωτερικές δομές που αναβιώνουν ενώ οι ιδεολογίες της νεωτερικότητας αλλά και η ίδια η πραγματικότητα μιας προηγούμενης περιόδου τις ήθελαν να τείνουν προς εξαφάνιση. Ας προσθέσουμε στα προηγούμενα παραδείγματα την περίπτωση της Αλ Κάιντα. Η οργανωτική μορφή της είναι εκείνη ενός ακέφαλου δικτύου και δεν θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς τις πιο σύγχρονες τεχνολογίες και τους θεσμούς της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας. Δρα παγκόσμια, δεν στηρίζεται σ’ ένα κράτος-έθνος αλλά εδράζεται κατά προτίμηση στις ζώνες α-νομίας που δημιουργούνται από τη δράση του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. «Κυτταρικές» δομές όπως αυτές της Αλ-Κάιντα χαρακτηρίζουν επίσης τις πιο δυναμικές υπερεθνικές επιχειρήσεις, τα εξισωτικά δίκτυα των εικονικών καπιταλιστικών εταιρειών, τις πλανητικής εμβέλειας μη κυβερνητικές οργανώσεις, τα κινήματα εναντίον της παγκοσμιοποίησης αλλά και το σύγχρονο οργανωμένο έγκλημα. Στην Αλ-Κάιντα δομές διευρυμένης οικογένειας, ισλαμικές παραδόσεις, σχέσεις από το τοπικό φυλετικό σύμπαν στο οποίο κάθε φορά δραστηριοποιείται η οργάνωση αφομοιώνονται μ’ ένα δυναμικό και εξαιρετικά λειτουργικό τρόπο στο δίκτυό της. Θα πρέπει να δούμε το όλο στον δυναμισμό της αντιφατικότητάς του, πολύ περισσότερο που αυτή η δυναμική συνύπαρξη σύγχρονου/«παραδοσιακού» δεν χαρακτηρίζει σε καμία περίπτωση μόνο την Αλ-Κάιντα αλλά αφορά γενικότερα τις δομές του σύγχρονου παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού.
*
Την μακριά περίοδο της κρίσης του αραβικού εθνικισμού, κάτω από την εξουσία στυγνών δικτατόρων, εν μέσω της δίνης μεγάλων κοινωνικών αλλαγών και ανατροπών, σε μια εποχή ανεπάλληλων ηττών, υποχωρήσεων και εξευτελισμών, οι ισλαμιστές βοήθησαν τους μουσουλμανικούς λαούς να κρατήσουν ανοιχτή μια πολιτική σχέση με τον κόσμο και να διατηρήσουν τον αυτοσεβασμό τους. Δημιούργησαν δίκτυα αλληλεγγύης και εξασφάλισαν την συνεχή αναγέννηση του κοινωνικού ιστού στις ταχέως εκσυγχρονιζόμενες αραβικές κοινωνίες. Μέσω της δράσης τους αναδύθηκαν νέες πιο συλλογικές μορφές πολιτικής οργάνωσης ενώ δόθηκε έμφαση στην ατομική ευθύνη και πρωτοβουλία. Οι ισλαμιστές κατά κάποιον τρόπο φέρνανε πιο κοντά τη δημοκρατία.
Η Ιρανική επανάσταση στο μεταίχμιο δύο εποχών, αυτής που ήδη είχε τεθεί σε κρίση και αυτής που ανοίγουν μπρος μας οι αραβικές εξεγέρσεις, γέννησε ένα καθεστώς στο οποίο διατηρούντο πολλές πλευρές του αυταρχισμού και του κρατικισμού της εθνικιστικής περιόδου. Ο επαναστατικός γιακωβινισμός του σιιτικού Ισλάμ κατέστειλε με αιματηρό τρόπο την αριστερά και συχνά αγνόησε τα ατομικά δικαιώματα. Δημιούργησε όμως ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο είναι δυνατή η δημόσια συζήτηση και η εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία. Το Ιράν τον Αγιατολάδων είναι κατά κάποιο τρόπο πιο δημοκρατικό από το κοσμικό κράτος του Νάσσερ. Ως προς το ζήτημα της δημοκρατίας ανάλογη σύγκριση θα μπορούσε να κάνει κανείς ανάμεσα στην Τουρκία των Ερντογάν-Νταβούτογλου και εκείνη των Κεμαλιστών.
Στον Λίβανο το 2006, λίγες χιλιάδες κακά εξοπλισμένοι μαχητές νίκησαν τον Ισραηλινό στρατό. Επρόκειτο πρώτα απ’ όλα για ένα πολιτικό και όχι στρατιωτικό γεγονός στον αντίποδα του 1967. Τότε η νίκη των Ισραηλινών έκανε πασιφανή την πολιτική σαθρότητα των αραβικών καθεστώτων. Η νίκη της Χεσμπολάχ τώρα ήταν η σαφέστερη ένδειξη ότι ένα νέο είδος δημοκρατικής πολιτικής σχέσης είχε γεννηθεί μεταξύ των Αράβων. Αυτή η νέα σχέση δημιουργούσε πολιτική δύναμη και στρατιωτική αποτελεσματικότητα. Αν μας επιτραπεί μια ορισμένη αυθαιρεσία στην χρήση των όρων, θα μπορούσαμε να πούμε ότι, αν σύμφωνα με τον Victor Davis Hanson μόνο ένας δυτικός στρατός μπορεί να νικήσει ένα δυτικό στρατό, η Χεσμπολάχ έδωσε τον πρώτο αληθινά νεωτερικό στρατό των Αράβων.
*
Τα ισλαμιστικά κινήματα παρά την βίαιη ρήξη τους με τον ιμπεριαλισμό, την οξεία τους σύγκρουση με διεφθαρμένα καταπιεστικά καθεστώτα αλλά και τον πλατύ κοινωνικό χαρακτήρα που έχουν τις περισσότερες φορές, δεν στοχεύουν στην αλλαγή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Μπορεί να αντιλαμβάνονται, όπως πολλές αριστερές ομάδες, την ηγεμονία της Δύσης με όρους αποικιοκρατίας/νεοαποικιοκρατίας και να καλούν σε αγώνα ενάντια στα αποικιοκρατικά κράτη αλλά η διπλή απόρριψη του καπιταλισμού και του σοσιαλισμού από μέρους τους σημαίνει μονάχα ένα κοινωνικό σχέδιο που βρίσκεται ανάμεσα στην νεοφιλελεύθερη οικονομία της αγοράς και την σοσιαλδημοκρατία και συγγενεύει ιδεολογικά με τον λεγόμενο «Τρίτο δρόμο». Η ισλαμική οικονομία δεν είναι παρά ένα είδος «πεφωτισμένου» καπιταλισμού.
Από μαρξιστικής άποψης τα ισλαμιστικά κινήματα μπορούν να θεωρηθούν κινήματα αστικά που φιλοδοξούν να επαναδιαπραγματευθούν τη θέση στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας όχι μιας μεμονωμένης χώρας αλλά μιας ορισμένης περιοχής του κόσμου (είμαστε άλλωστε πλέον στην εποχή όχι των κρατών-εθνών αλλά των περιφερειακών ολοκληρώσεων). Υποστηρίξαμε τον νεωτερικό και εκσυγχρονιστικό χαρακτήρα των ισλαμιστικών κινημάτων· αναφερόμασταν σε ένα αστικό εκσυγχρονισμό. Είναι αλήθεια ότι στον λόγο των ισλαμιστών διακρίνουμε στοιχεία ενός μικρομεσαίου λαϊκισμού που θυμίζουν τον παλαιότερο αραβικό εθνικισμό ή σοσιαλισμό. Μόνο που πλέον τα μικρομεσαία λαϊκά στρώματα, που αποτέλεσαν κάποτε την κοινωνική βάση των αντιμπεριαλιστικών μετα-αποικιακών καθεστώτων, στο έδαφος της ήδη συντελεσμένης αστικοποίησης (αλλά και χάρη στην ίδια την δράση των ισλαμιστών) τείνουν να δώσουν σήμερα αληθινές αστικές πολιτικές κοινωνίες. Είναι ο δυναμισμός αυτών των τελευταίων που εκδηλώθηκε στις πρόσφατες αραβικές εξεγέρσεις. Οι ίδιοι οι ισλαμιστές είναι τώρα υποχρεωμένοι ν’ αλλάξουν πολλά πράγματα στα ίδια τα κινήματά τους εάν θέλουν να παραμείνουν στο κέντρο των εξελίξεων και να μην διακινδυνεύσουν να περιθωριοποιηθούν.
*
Οι αραβικές εξεγέρσεις είναι ένα ακόμα επεισόδιο στις περιπέτειες του αστικού εκσυγχρονισμού στις αραβικές χώρες ή η απρόσμενη εισβολή του πλήθους στο πολιτικό γίγνεσθαι της περιοχής με απρόβλεπτες συνέπειες, ακόμα και σε παγκόσμιο επίπεδο; Πρόκειται για ένα στοίχημα που παραμένει ανοιχτό.
Οι ανάγκες προσαρμογής στην νέα περίοδο του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού και ενδογενείς δυναμικές οδηγούν στην ωρίμανση των συνθηκών για βαθιές αλλαγές στην περιοχή. Η δυναμική λαϊκή παρέμβαση έρχεται να δρομολογήσει την αντικατάσταση των παλιών καθεστώτων που γεννήθηκαν σε μια περίοδο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής που πλέον έχει παρέλθει. Ο εκδημοκρατισμός των αραβικών καθεστώτων, ο κοινωνικός έλεγχος, η δραστηριοποίηση του πλήθους θα δώσουν νέες δυνατότητες για μια δυναμική ανάπτυξη του καπιταλισμού στην Μέση Ανατολή. Η θέση της περιοχής ενδεχόμενα θα αναβαθμιστεί μέσα στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα. Κάτι τέτοιο δεν πέτυχαν άλλωστε οι αριστερές κυβερνήσεις στην Λατινική Αμερική; Η διακυβέρνηση του Εργατικού Κόμματος δεν έφερε την Βραζιλία στις πρώτες θέσεις σαν μία από τις πιο δυναμικές οικονομίες του πλανήτη; Οι αριστεροί δεν τα κατάφεραν πολύ καλύτερα από τους ανίκανους, ιδεοληπτικούς, μονομανείς τοποτηρητές του ΔΝΤ που κατέστρεψαν και λεηλάτησαν τις οικονομίες της και οδήγησαν την Λατινική Αμερική στο χείλος της κοινωνικής κατάρρευσης;
Η παλιά αλήθεια ότι το κεφάλαιο (η νεκρή εργασία) αποκτά ζωή μόνο απομυζώντας τη δύναμη της ζωντανής εργασίας φαίνεται ότι ισχύει σε πολλά επίπεδα. Η αστική κοινωνία οδηγείται στην τελμάτωση και την παρακμή χωρίς την κινητοποίηση του πλήθους, έστω και ενάντιά της, χωρίς τις δημιουργικές δυνάμεις όλων αυτών που εξουσιάζει. Αυτήν την αλήθεια καταλαβαίνει η υπερεθνική ελίτ και ταλαντεύεται ανάμεσα στην υποστήριξη των εξεγέρσεων και τη διάσωση των ντόπιων τύραννων που τόσο πιστά εξυπηρέτησαν ως τώρα τα συμφέροντά της.
Το πλήθος έχει πάρει στα χέρια του την υπόθεση του (αστικού) εκσυγχρονισμού των αραβικών κοινωνιών. Θα τα καταφέρει; Γιατί ο εκδημοκρατισμός να είναι απαραίτητος για την προσαρμογή των αραβικών καπιταλισμών στα δεδομένα της νέας περιόδου του καπιταλισμού όταν στις ίδιες τις ανεπτυγμένες χώρες η υποβάθμιση των δημοκρατικών θεσμών έχει δρομολογηθεί εδώ και καιρό; Και ποια είναι η θέση στην όλη διαδικασία της κομμουνιστικής προοπτικής;
Δεν υπάρχει καμία αναγκαία ιστορική κίνηση που να οδηγεί σ’ ένα λίγο πολύ ομοιόμορφο εκσυγχρονισμό κάθε γωνιάς του πλανήτη. Δεν είναι ιστορική νομοτέλεια να τείνει να γίνει κάθε χώρα Ευρώπη ή ΗΠΑ. Η νίκη των εξεγέρσεων, έστω και αν περιοριστούν στα καθαρά εκσυγχρονιστικά τους καθήκοντα, δεν μπορεί να θεωρηθεί σε καμία περίπτωση δεδομένη. Στην Λιβύη οι δυνάμεις του συνταγματάρχη Καντάφι κερδίζουν έδαφος. Η Αίγυπτος και η Τυνησία δεν έκαναν τίποτα για να βοηθήσουν τους Λιβύους και ο αραβικός σύνδεσμος αρκείται στο να εκλιπαρεί τις ΗΠΑ στο να επιβάλουν ζώνη απαγόρευσης πτήσεων. Αντίθετα, η Σαουδική Αραβία και τα εμιράτα του Κόλπου στέλνουν στρατιωτικές δυνάμεις για την καταστολή της εξέγερσης στο Μπαχρέιν. Οι δικτατορίες της περιοχής έχουν αναθαρρήσει από τις επιτυχίες του Καντάφι και περνάν στην αντεπίθεση.
Οι δυνάμεις οι οποίες θέλουν να διατηρηθεί το «στάτους κβο» στην περιοχή είναι ακόμα πολύ ισχυρές. Τα παλιά καθεστώτα έχουν ακόμα κοινωνική γείωση και στηρίζονται σε εκτεταμένα δίκτυα πελατειακών σχέσεων τα οποία συντηρούν με τα έσοδα από το πετρέλαιο και διά του ελέγχου του κράτους. Ένα μεγάλο μέρος της υπερεθνικής ελίτ φαίνεται ότι προτιμάει τον αποικιοκρατικής μορφής σταθερό έλεγχο των πρώτων υλών της περιοχής από τις επενδυτικές ευκαιρίες που θα προσέφερε η δυναμική ανάπτυξη των τοπικών καπιταλισμών. Μια τέτοια ανάπτυξη άλλωστε θα υποβάθμιζε τη σημασία του Ισραήλ και θα αμφισβητούσε την θέση του σαν προνομιακού συμμάχου της Δύσης.
Οι λατινοαμερικάνοι αριστεροί καουντίγιο, Κάστρο και Τσάβες, τρόμαξαν από τα αντικρατικιστικά μηνύματα των εξεγέρσεων και έσπευσαν να υποστηρίξουν τον συνταγματάρχη Καντάφι σχεδόν από ένστικτο. Η πολύ έμπειρη γραφειοκρατία της Κίνας κατάλαβε έγκαιρα τον κίνδυνο και από τις πρώτες κιόλας μέρες των ταραχών στην Αίγυπτο απέκλεισε την μέσω του διαδικτύου πρόσβαση των Κινέζων πολιτών στα γεγονότα και κατέστειλε βίαια τις διαδηλώσεις συμπαράστασης. Όμως η Κίνα, το εργοστάσιο της ελεύθερης παγκόσμιας αγοράς, έχει κεντρικό ρόλο στο όλο σύστημα του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού και δεν μπορεί μακροπρόθεσμα να αποφύγει τις αλλαγές στο πολιτικό και κοινωνικό της οικοδόμημα που επιφέρει η νέα περίοδος του καπιταλισμού.
Αντίθετα, χώρες όπως τα Εμιράτα, η Λιβύη ή το Ιράκ μπορούν θαυμάσια να ενσωματωθούν στο παγκόσμιο σύστημα διατηρώντας για πολύ καιρό δομές που αντιστοιχούν σε προηγούμενες περιόδους. Η Αυτοκρατορία δεν είναι ούτε τείνει να γίνει ένα ομοιογενές πεδίο. Παρότι –και έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον το γεγονός– στην φραστική τουλάχιστον υποστήριξη των εξεγερμένων συμπίπτει η πιο ρηξικέλευθη πλευρά της αμερικάνικης εξωτερικής πολιτικής με την Αλ-Κάιντα, την ριζοσπαστική αριστερά, τους Κινέζους δημοκράτες και την κοινή γνώμη των Αραβικών και μουσουλμανικών χωρών, η νίκη των αραβικών εξεγέρσεων δεν είναι καθόλου σίγουρη.
Πολλοί όταν αναφέρονται στις εξεγέρσεις αυτές κάνουν λόγο για το «αραβικό 1848» υπαινισσόμενοι τον αστικό-δημοκρατικό χαρακτήρα αυτών των επαναστάσεων. Πράγματι, τα δημοκρατικά αιτήματα καταλαμβάνουν κεντρική θέση ανάμεσα σε όσα ζητούν οι εξεγερμένοι. Όμως, οι επαναστάσεις του 1848 διαδραματίστηκαν την εποχή του φιλελεύθερου καπιταλισμού και το ζητούμενό τους ήταν η συγκρότηση ανεξάρτητων εθνικών δημοκρατικών κρατών ενώ οδήγησαν στην ανάδυση βιομηχανικών κοινωνιών υπό την ηγεμονία της εθνικής φιλελεύθερης αστικής τάξης. Στη Μέση Ανατολή ο σχηματισμός εθνικών κρατών και η επιβολή καπιταλιστικών σχέσεων έχει ήδη συντελεστεί την προηγούμενη περίοδο. Θα μπορούσε βέβαια να υποστηριχθεί ότι δεν μένει παρά να επιτευχθεί η ευθυγράμμιση των πολιτικών στις κοινωνικές δομές. Ωστόσο η αστική δημοκρατία ιστορικά έχει υπάρξει μόνο σε στενή συνάφεια με το εθνικό κράτος. Ποια μπορεί να είναι η τύχη του δημοκρατικού προτάγματος την εποχή των περιφερειακών ολοκληρώσεων και της δραματικής υποβάθμισης του κράτους-έθνους ως χώρου δημόσιας συζήτησης και ως κέντρου λήψης αποφάσεων; Ποια μπορεί να είναι η τύχη του την εποχή της απορρόφησης ή της τιθάσευσης από την υπερεθνική ελίτ των ντόπιων αστικών τάξεων;
Το αίτημα του εκδημοκρατισμού πρέπει να ειδωθεί στο φως της σημερινής εποχής που μικρή σχέση έχει μ’ εκείνη του 1848 (και τα αστικο-δημοκρατικά της αιτήματα). Ότι υποστρώνει τις αραβικές εξεγέρσεις και εμπνέει τα δημοκρατικά τους αιτήματα είναι μια αντικρατική, αντι-ιεραρχική διάθεση. Παρά την «διαταξικότητα» της αυτή η διάθεση αντιστοιχεί σε πολύ διαφορετικά, συγκρουόμενα προτάγματα.
Ο αντικρατισμός θα μπορούσε να συσχετισθεί με την απελευθέρωση για τις δυνάμεις της αγοράς μιας ζώνης υπηρεσιών η οποία ως τώρα ήταν υπόθεση της κρατικής διοίκησης. Στα σύγχρονα κοινοβουλευτικά καθεστώτα οι πολιτικές και κοινωνικές δραστηριότητες παίρνουν την μορφή προϊόντων που διατίθενται σε μια αγορά η οποία απευθύνεται στο κράτος ή σε ιδιώτες καταναλωτές (που έχουν αντικαταστήσει τους πολίτες). Μέσα σ’ αυτήν την αγορά οι εταιρείες συναγωνίζονται μεταξύ τους για να αναλάβουν τις αρμοδιότητες της διοίκησης που εκχωρούνται σε ιδιώτες ενώ πολυάριθμες μη κυβερνητικές οργανώσεις έρχονται να υποκαταστήσουν το κοινωνικό κράτος αλλά και τις πολιτικές και κοινωνικές συλλογικότητες (στην Βραζιλία π.χ. οι ΜΚΟ αριθμούν εκατοντάδες χιλιάδες οργανώσεις). Τα μαζικά κόμματα της προηγούμενης περιόδου δίνουν την θέση τους σε κόμματα με την μορφή ανώνυμων εταιρειών και δίπλα τους οι πολυεθνικές των μέσων μαζικής ενημέρωσης αποκτούν όλο και πιο βαρύνοντα ρόλο πολιτικο-κοινωνικών θεσμών.
Αυτή η επέκταση της αγοράς δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς τα «δικαιώματα του ανθρώπου» παρμένα στην πιο στενή τους έννοια σαν τα δικαιώματα του ιδιώτη, του μέλους της κοινωνίας των ιδιωτών, του εγωιστή ανθρώπου. Στην αγορά ο καθένας πρέπει να έχει κατ’ αρχάς την ελευθερία να επενδύσει, να σχεδιάσει και να παρουσιάσει τα προϊόντα του, ο ανταγωνισμός πρέπει να είναι στοιχειωδώς αδιάβλητος, οι καταναλωτές να μπορούν να επιλέγουν (και να έχουν πρόσβαση στις πληροφορίες που χρειάζονται για να προβούν στις επιλογές τους). Η αγοραία απελευθέρωση ενός μεγάλου μέρους του κρατικού τομέα δεν είναι χωρίς συνέπειες για τα αυταρχικά και δικτατορικά καθεστώτα των οποίων οι ιεραρχικές και πειθαρχικές δομές αμφισβητούνται επίσης από την όλη εξέλιξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (ευελιξία, οργάνωση σε οριζόντια δίκτυα, ελαστικές ιεραρχίες, συνεχής διαφοροποίηση των οργανωτικών δομών και των προϊόντων, αυξημένος ρόλος της πληροφόρησης κ.τ.λ.). Ο βιοπολιτικός έλεγχος μπορεί να χειραγωγήσει το άτομο πολύ πιο αποτελεσματικά από τα μέσα πειθάρχησης των παλαιότερων αυταρχικών καθεστώτων αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι οι σύγχρονες ολιγαρχίες έχουν την μορφή των ολοκληρωτικών καθεστώτων που γνωρίσαμε τον μεσοπόλεμο. Οι θέσεις για ένα «μόνιμο καθεστώς έκτακτης ανάγκης» με αφορμή τον πόλεμο εναντίον της τρομοκρατίας δεν πρέπει να διαβαστούν σαν επιστροφή στα καθεστώτα εκείνης της εποχής. Η κύρια τάση σήμερα δεν είναι η επιστροφή στις γνωστές μας μορφές ολοκληρωτισμού αλλά η επέκταση της αγοράς. Αυτό βέβαια θα μπορούσε να αλλάξει, παραδείγματος χάριν, στην περίπτωση μιας πλανητικής οικολογικής καταστροφής.
Μια ιδιωτικοποίηση του κράτους συντελείται επίσης μέσω της διαφθοράς και των άτυπων αγορών που ανοίγει η δράση του οργανωμένου εγκλήματος. Όμως, η αυθαιρεσία, η ευνοιοκρατία, οι τεράστιες περιουσίες που συγκεντρώνουν στα χέρια τους οι οικογένειες των δικτατόρων (του Μπεν Αλί, του του Μουμπάρακ, του Καντάφι κ.α.) εξοργίζουν ένα μέρος του κεφαλαίου που έχει αποκλειστεί από τις δουλειές το οποίο και μάχεται για την «δημοκρατία» (δηλαδή εν τέλει για την αποκατάσταση των «στρεβλώσεων» της αγοράς που θίγουν τα συμφέροντά του).
Αυτός ο αντικρατισμός του κεφαλαίου είναι μία μόνο από τις πολλές δυναμικές που εκδηλώνονται μέσα στις αραβικές εξεγέρσεις. Τα συνδικάτα έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην εξέγερση της Τυνησίας. Αυτή την στιγμή η εργατική τάξη στην Αίγυπτο οργανώνεται ιδρύοντας συνδικάτα, κάνοντας απεργίες και επιβάλλοντας ένα είδος εργατικού ελέγχου στις επιχειρήσεις. Στην πρωτοπορία των εξεγέρσεων βρίσκεται μια μορφωμένη νεολαία η οποία σε πολλά δεν διαφέρει από εκείνη που διαδηλώνει (και συγκρούεται) στους δρόμους της Αθήνας, του Παρισιού, του Λονδίνου αλλά και σιγά σιγά στους δρόμους των μεγαλουπόλεων της Κίνας. Η άμεση δημοκρατία, η ίδια η αυτοργάνωση των εξεγερμένων, βρίσκεται στον αντίποδα του κοινοβουλευτισμού, της αγοραίας απελευθέρωσης και του αντικρατισμού του κεφαλαίου. Οι αραβικές εξεγέρσεις οργανώθηκαν από οριζόντια δίκτυα χωρίς ηγετικά κέντρα. Οι παραδοσιακές οργανώσεις μπορούσαν να συμμετέχουν στο δίκτυο αλλά όχι να το καθοδηγήσουν. Ούτε αυτές ούτε τα ΜΜΕ θα καταφέρουν να επιβάλλουν ηγέτες στην εξέγερση. Η «αυτοργάνωση ενός σκεπτόμενου λαού» αποδείχθηκε ανώτερη από την καθοδήγηση του ηγέτη ή την ηγεμονία μιας κομματικής οργάνωσης η οποία θα υπονόμευε την δυναμική της εξέγερσης και θα περιόριζε το εύρος των κοινωνικών δυνάμεων που θα μπορούσε να κινητοποιήσει. Μήπως, όπως πολύ σωστά επισημαίνουν οι Νέγκρι και Χαρτ, με παρόμοιους τρόπους δεν οργανώθηκαν όλες οι λαϊκές εξεγέρσεις τουλάχιστον την τελευταία δεκαετία (Σιάτλ, Μπουένος Άιρες, Κοτσαμπάμπα κ.ά.);4 Άμεση δημοκρατία ή η ολιγαρχία των δυνάμεων της αγοράς; Αυτό είναι το δίλημμα των ημερών. (Φαίνεται ότι είναι έξω από τα ενδιαφέροντα των εξεγερμένων «τα αναγκαία βήματα για την διαμόρφωση του νέου κομμουνιστικού φορέα που θα μπορέσει να είναι το πολιτικό νεύρο της ανασύνθεσης μιας σύγχρονης αριστεράς» και μάλλον δεν τους απασχόλησε ποτέ «η συμβολή στο να τεθεί με πραγματικούς όρους το θέμα της εξουσίας και της επαναστατικής ανατροπής»5. Ευτυχώς!).
Η άλλη όψη της υπεράσπισης της άμεσης δημοκρατίας είναι η «διεκδίκηση του δικαιώματος στην αξιοπρεπή ζωή των ανθρώπων που παράγουν τον πλούτο», για το οποίο έγραφε στο «Πριν» η Κατερίνα Σταυρούλα. Και οι δύο οδηγούν στην σύγκρουση με τις δυνάμεις της ελεύθερης αγοράς όπως εκφράζονται όχι μόνο από τα παλιά καθεστώτα, που είτε κρατούν ακόμα είτε κατέρρευσαν, αλλά και μέσα στην ίδια την εξέγερση. Δεν έχει αναδειχθεί ακόμα ένα αίτημα γενικευμένης αυτοδιαχείρισης, το σχέδιο οργάνωσης της κοινωνίας που υπερβαίνει τον καπιταλισμό. Ούτε στα κινήματα της Λατινικής Αμερικής αναδείχθηκε και υιοθετήθηκε ένα τέτοιο σχέδιο (με λίγες εξαιρέσεις όπως π.χ. οι Ζαπατίστας στο Μεξικό και το MST στη Βραζιλία). Ας εμπιστευτούμε όμως την «γονιμότητα των γεγονότων». Η ποίηση των αραβικών εξεγέρσεων μόλις πριν λίγο έκανε τα πρώτα της βήματα. Άλλωστε πρέπει να δούμε τις εξεγέρσεις αυτές μέσα στην παγκόσμια δυναμική τους. Εκδηλώνονται σε μια δύσκολη περίοδο για την καπιταλιστική οικονομία. Τι χαρακτήρα θα έπαιρναν οι ίδιες οι αραβικές εξεγέρσεις αν υποδαύλιζαν την κοινωνική αναταραχή στις χώρες της Νότιας Ευρώπης, η οποία υφίσταται μεγενθυμένες τις συνέπειες της τρέχουσας οικονομικής κρίσης; Τι θα γινόταν αν ένα ανάλογο κίνημα «εκσυγχρονισμού» επεκτεινόταν στην Κίνα και έβγαζε στον πολιτικό αγώνα το γιγαντιαίο κινέζικο προλεταριάτο;
Οι αντιφάσεις των αραβικών καπιταλισμών, η πικρία από μια αίσθηση πολιτικής και πολιτισμικής υποβάθμισης, η αργόσυρτη κρίση των μετα-αποικιακών καθεστώτων της περιοχής, εντάθηκαν στις συνθήκες που δημιούργησε η νέα περίοδος του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Η απάντηση δίνεται σήμερα από τις κοινωνικές δυνάμεις που έφερε στο προσκήνιο αυτή η αντιφατική διαδικασία εκσυγχρονισμού, που είχε δρομολογηθεί στην περιοχή ήδη από την εποχή της αποικιοκρατίας και των εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων και επιταχύνθηκε από τις πολιτικές των εθνικιστικών καθεστώτων, αλλά και με την έλευση της ελεύθερης παγκόσμιας αγοράς. Το 1848, στην διάρκεια των αστικών δημοκρατικών επαναστάσεων, εμφανίστηκε το εργατικό κίνημα για πρώτη φορά με δικό του ανεξάρτητο κοινωνικο-πολιτικό ρόλο. Στις αρχές του 20ου αιώνα, στο συγκρουσιακό πεδίο που δημιούργησε η αρτιγέννητη τότε ιμπεριαλιστική περίοδος του καπιταλισμού, δόθηκε η ιστορική ευκαιρία για το πιο μεγάλο κύμα προλεταριακών επαναστάσεων που γνώρισε η ανθρώπινη ιστορία. Τι μας επιφυλάσσουν οι οδύνες της μετάβασης του αραβικού και του μουσουλμανικού κόσμου σε μια νέα εποχή;
18-3-2011
Το παρόν δοκίμιο στηρίχθηκε στο βιβλίο του Γεράσιμου Μακρή «Ισλάμ» για την παρουσίαση των ισλαμιστικών κινημάτων και για την κριτική των εθνικιστικών καθεστώτων σ’ εκείνο του Φρανς Φανόν «Της γης οι κολασμένοι». Προτείνουμε θερμά και τα δύο. Χρήσιμα αποδείχθηκαν επίσης τα βιβλία «Η σύγκρουση των φονταμενταλισμών» του Τάρεκ Άλι και το «Η Αλ-Κάιντα και η νεωτερικότητα» του Τζων Γκρέι.
1 Τα εκσυγχρονιστικά εγχειρήματα των χριστιανών Προτεσταντών από την μία και των ισλαμιστών από την άλλη εκδηλώνονται σε εντελώς διαφορετικές εποχές του καπιταλισμού και διαφέρουν από πολλές απόψεις. Οι πρώτοι εμφανίστηκαν στην αυγή μιας εποχής κατά την οποία ο σφριγηλός δυτικός κόσμος ξεκινούσε την κατάκτηση του κόσμου. Οι δεύτεροι έπρεπε να εξηγήσουν την υποταγή της «γης του Ισλάμ», την παρακμή του πολιτισμού που ενέπνευσε η θρησκεία τους, η οποία από την γέννηση της και για πολλούς αιώνες γνώριζε μόνο θριάμβους, νίκες και επιτυχίες. Το Ισλάμ ξεκίνησε ευθύς εξ’ αρχής ως ένα πλήρες σχέδιο πολιτικής και κοινωνικής οργάνωσης, ενώ οι θρησκευτικοί θεσμοί των χριστιανών παρέμειναν τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες διαχωρισμένοι από τους πολιτικούς θεσμούς της ειδωλολατρικής Ρώμης.
2 Η φράση αναφέρεται στο «Η Αλ-Κάιντα και η Νεωτερικότητα» του Τζων Γκρέι. Δυστυχώς δεν έχουμε το σύνολο του κειμένου στην διάθεσή μας. Θα ήταν ενδιαφέρον να δούμε αν ο Κουτμπ, που θεωρούσε ασύμβατη την δημοκρατία με το Ισλάμ και νόμιζε ότι κάθε εξουσία που πηγάζει από τον άνθρωπο πρέπει να καταστραφεί, βρισκόταν κοντά στην άποψη των χριστιανών επαναστατών η οποία συμπυκνωνόταν στην φράση του Τόμας Μύντσερ «οι άνθρωποι θα ελευθερωθούν και μόνο ο θεός θα είναι κύριός τους». Πάντως, απ’ όσο τουλάχιστον γνωρίζουμε, το αίτημα της κοινοκτημοσύνης και η ανάμνηση της εξισωτικής φυσικής κατάστασης δεν φαίνεται να παίζει μεταξύ των ισλαμιστών τον ρόλο που έπειξε στα χριστιανικά χιλιαστικά επαναστατικά κινήματα. Οι περισσότεροι ισλαμιστές, και ο ίδιος ο Κουτμπ στους «Οδοδείκτες», τοποθετούνται εναντίον της κοινοκτημοσύνης.
3 Οι Ταλιμπάν στην πραγματικότητα δεν πολέμησαν με αυτούς που επιχείρησαν να εκσυγχρονίσουν την χώρα με την υποστήριξη των Σοβιετικών. Πολέμησαν εναντίον των φατριών, οι οποίες με την βοήθεια των εθελοντών ισλαμιστών και των ΗΠΑ υπερασπίστηκαν τις φυλετικές και θρησκευτικές παραδόσεις της χώρας και νίκησαν τους εγχώριους εκσυγχρονιστές και τους Σοβιετικούς φίλους τους. Ίσως οι βάρβαρες μέθοδοι των Ταλιμπάν μας δίνουν μια ιδέα για το πώς συντελέστηκε κάποτε, στο βάθος του χρόνου, “η πρόοδος” της ανάδυσης των κεντρικών ισχυρών κρατών. Από κοινωνικο-πολιτικής άποψης, το ίδιο το Ισλάμ ξεκίνησε τον 7ο αιώνα σαν ένα εγχείρημα υπέρβασης του κόσμου των φυλών της αραβικής χερσονήσου. Επικαλέστηκε τον μονοθεϊσμό και προχώρησε στην καταστροφή των ιερών των προ-ισλαμικών θρησκειών και στην επιβολή πιο αυστηρών κανόνων στις σχέσεις των δύο φύλων και αλλού. Οι ελευθερίες του προ-ισλαμικού κόσμου ξεχάστηκαν μέσα στις εκπληκτικές πολιτικές και στρατιωτικές επιτυχίες και στην θαυμαστή πολιτισμική άνθιση που ακολούθησε. Ξεχάστηκαν πραγματικά όμως; Και τότε πώς πρέπει να καταλάβουμε τα λόγια του Μπιν Λάντεν: «Μόνο στο Αφγανιστάν ή στην Υεμένη θα μπορούσα να καταφύγω, το ότι είναι χώρες ορεινές που κατοικούνται από οπλισμένες φυλές επιτρέπει σε κάποιον να αναπνέει καθαρό αέρα χωρίς να υφίσταται κανενός είδους εξευτελισμό»;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου