Μια συνέντευξη με
τους ισπανούς συγγραφείς Χόρχε Μοντέρο
και Φεντερίκο Κοριέντε
Με αφορμή τους
Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου, οι δύο
συγγραφείς αναλύουν τη σχέση μεταξύ
αθλητισμού, εξουσίας, ανταγωνισμού και
δημοκρατίας. Και οι δύο συγγραφείς έχουν
εμπλακεί από τη δεκαετία του ογδόντα
σε διάφορα έργα κοινωνικής κριτικής,
προσπαθώντας πάντα να ξεφύγουν από την
πολιτική στράτευση. Στο τελευταίο βιβλίο
τους, με τίτλο «Citius, Altius Fortius: Η μαύρη
βίβλος του αθλητισμού» παρατηρούν την
κοινωνία του θεάματος και επισημαίνουν
ότι ο αθλητισμός δεν είναι μόνο ένας
μηχανισμός κοινωνικού ελέγχου ή μια
βαλβίδα ασφαλείας για το σύστημα, αλλά
και μια ιδεολογία από μόνος του
- Αναλύετε την ιδεολογία
του αθλητισμού και το πως αντιπροσωπεύει
τις σύγχρονες αξίες. Πως τα αθλήματα
γίνονται ο καθρέφτης του πολιτικού
λόγου;
- Δεν είναι δυνατή η
ανάλυση της ιδεολογίας του αθλητισμού
χωρίς την αναθεώρηση των κυριάρχων
αξιών και πεποιθήσεων που καθορίζουν
την κοινωνία. Ο αθλητισμός προσπαθεί
να εκπροσωπείται ως ένας οργανισμός
που φιλοδοξεί να είναι «υγιής» για να
προωθήσει το κοινό καλό και την αρμονική
ανάπτυξη των ανθρώπων, η οποία επικαλύπτεται
με αφηρημένες ιδέες όπως η δικαιοσύνη
(fair play), με την αυστηρή υπακοή σε αποδεκτά
πρότυπα που είναι σεβαστά από όλους, με
τις ίσες ευκαιρίες ή την ομαδική εργασία.
Ο αθλητισμός επιβάλλει ακόμα και το
λεξιλόγιό του και μια γενική πολιτική
συζήτηση που εδώ και πολύ καιρό έχει
εγκαταλείψει τις ελεύθερες συζητήσεις
και τις διαφορετικές οπτικές γωνίες,
για να βυθιστεί σε προκατασκευασμένες
συλλογικές ταυτότητες που αναζητούν
την επιβεβαίωση της εξουσίας και της
επιτυχίας, τηρώντας πάντα τους κανόνες,
ή τουλάχιστον προσποιούμενες ότι τους
σέβονται.
Η ιδεολογική συζήτηση
που προέρχεται από τις αθλητικές
εκδηλώσεις φαίνεται ότι εξασφαλίζει
την κατανόηση και την ενότητα μεταξύ
των λαών. Απόδειξη είναι ότι, χάρη στην
υψηλή τηλεθέασή τους, αυτές οι διεθνείς
αθλητικές εκδηλώσεις χρησιμεύουν ως
μια επιστολή παρουσίασης ενώπιον της
«διεθνούς κοινότητας» για πολιτικά
καθεστώτα με αμφίβολες επιδόσεις στα
ανθρώπινα δικαιώματα, όπως η Κίνα το
2008 ή η Νότια Αφρική το 2010.
- Δεν είναι υποκριτικό
ότι οι αξίες που ενσωματώνει ο αθλητισμός
απαιτούν τόσο πολύ το ντόπινγκ;
- Είναι προφανές ότι
ένας πολιτισμός που κλείνει τα αυτιά
του όταν ακούει για την εργασιακή
εκμετάλλευση των παιδιών στον Τρίτο
Κόσμο, και από την άλλη στα γήπεδα
επικροτεί τους νέους με τους παραμορφωμένους
οργανισμούς για να τους προσαρμόσει
καλύτερα στην αθλητική πειθαρχία, δεν
μπορεί να καυχηθεί για την προώθηση της
σωματικής και ψυχικής υγείας, όπως
γινόταν στην αρχαία Ελλάδα, η οποία
γιόρταζε την ικανότητα του αυτοελέγχου
και την ικανότητα των αθλητών να
υποβάλλονται σε ιερούς κανόνες προκειμένου
να τα δώσουν όλα. Εκεί που τα παραδοσιακά
δημοφιλή παιχνίδια απαιτούσαν την λαϊκή
αυθόρμητη σχέση με τους άλλους και την
ανάπτυξη όλων των ικανοτήτων, οι αθλητές
του σήμερα μαθαίνουν να αναστέλλουν
τον αυθορμητισμό τους για χάρη της νίκης
και της καλύτερης δυνατής απόδοσης, να
μην αμφισβητούν τους κανόνες του
παιχνιδιού, και να συμμετέχουν σε μια
ορθολογιστική λογική με σκοπό να γίνουν
πρότυπα και αστέρια της κοινωνίας των
μαζών και του θεάματος.
- Υπάρχει κάποιο
ψυχαγωγικό στοιχείο του αθλητισμού
στην σύγχρονη μορφή του;
- Ο σύγχρονος αθλητισμός
βρίσκεται στον αντίποδα της παλιάς
λαϊκής διασκέδασης, και είναι ενταγμένος
στην λογική της σύγχρονης βιομηχανίας.
Η λογική του «παιχνιδιάρικου» αθλητισμού
προσφέρει μια διαφορετική προσέγγιση
στην κοινωνική ζωή, είναι ικανή να
μετασχηματίσει τις αξίες του από την
καθημερινότητα, και μπορεί να βοηθήσει
τους ανθρώπους για να εκπαιδεύσουν τα
συναισθήματα και τις συγκινήσεις τους.
Ο Σίλερ έλεγε ότι «το παιχνίδι δεν
ξεφεύγει από τη ζωή, αλλά αποτελεί
αναπόσπαστο μέρος της». Αυτό συμβαίνει
γιατί δεν λειτουργεί πέρα από τον εαυτό
του, από την προθυμία να συμμετέχει με
άλλους σε μια διασκεδαστική και
επικοινωνιακή δραστηριότητα. Τα
περισσότερα σύγχρονα αθλήματα είναι
όπως τα παιχνίδια, αλλά απέχουν πολύ
από την αλήθεια, επειδή ξεκινούν από
την αποδοχή του συνόλου των απαράβατων
κανόνων που καταπνίγουν κάθε «παιχνιδιάρικο»
στοιχείο.
Τα παιχνίδια μπορούν
να διέπονται από κανόνες, αλλά μπορούν
να αποκτήσουν και την αυτονομία τους
έναντι των παικτών, για να μην ανατίθεται
η εφαρμογή και η παρακολούθησή τους σε
διαιτητές και κριτές. Επιπλέον, το
παιχνίδι επιτρέπει να παίζει κανείς
απεριόριστα με τους κανόνες, και μπορείς
ακόμη και να τους τροποποιήσεις, σε
αντίθεση με τον αθλητισμό που παίζεται
κάνοντας παγίδες. Ο αθλητισμός έχει τα
κύρια χαρακτηριστικά της σύγχρονης
βιομηχανικής οργάνωσης: τους κανονισμούς,
την εξειδίκευση, την ανταγωνιστικότητα
και την μεγιστοποίηση των επιδόσεων.
Τα συστήματα εκπαίδευσης και κατάρτισης,
καθώς και οι κανόνες και τα όργανα,
νομιμοποιούνται μέσα σε έναν παραγωγικό
φετιχισμό. Ο αθλητισμός παράγει αθλητικές
επιδόσεις και καταγράφει αρχεία, δηλαδή
τα υπολογίσιμα δεδομένα μεταξύ των
ανθρώπων. Στο παιχνίδι αντίθετα, το
«υλικό αποτέλεσμα» δεν είναι το
καθοριστικό σημείο, η δυνατότητα ανάμεσα
στα δύο μέρη είναι άνιση και αποτέλεσμα
μιας τυχαίας μορφής. Στον αθλητισμό,
όμως, έχουμε πάντα δύο πλευρές επίσημα
«ίσες», που αγωνίζονται να πάρουν ένα
«δίκαιο» αποτέλεσμα» χρησιμοποιώντας
τους κανόνες που αποσκοπούν στη θέσπιση
και διασφάλιση της ισορροπίας που οδηγεί
σε αυτό το αποτέλεσμα.
- Ποια είναι η σχέση
μεταξύ του αθλητισμού και της δημοκρατίας;
- Ο σύγχρονος αθλητισμός
είναι οργανωμένος σύμφωνα με το
δημοκρατικό ιδεώδες της ισότητας των
ευκαιριών, η οποία αντιστοιχεί στις
προσδοκίες και στους ισχυρισμούς περί
ισότητας μιας ιεραρχικής κοινωνίας που
ενσωματώνει τις ανισότητες μέσω του
ανταγωνισμού, και που στην περίπτωση
του αθλητισμού φέρνει μαζί της την
σύγκρουση επί ίσοις όροις ως θεμελιώδη
απαίτηση. Αυτό θα καθορίσει τα πρότυπα,
που για να ταιριάζουν σε αυτά οι
συμμετέχοντες και οι ομάδες πρέπει να
είναι ποιοτικά και ποσοτικά συγκρίσιμα,
και βασίζονται σε συλλόγους και ενώσεις
που είναι αρμόδιες για την δημιουργία
διαφόρων κατηγοριών, βαρών, μέτρων και
υποχρεωτικών ταξινομήσεων, έτσι ώστε
με πειθαρχία ο αθλητισμός να διέπεται
από τους ίδιους κανόνες παντού στον
κόσμο.
- Η ανάλυση που
παρουσιάζει τον βαρόνο Ντε Κουμπερτέν
ως ιδεολόγο μοιάζει να παραπαίει...
- Ο Κουμπερτέν διακήρυξε
ότι η διάδοση του αθλητισμού ήταν μέρος
ενός έργου εκπαιδευτικού, που
χρησιμοποιήθηκε ως προπαγάνδα με στόχο
να επιβληθεί ένα φιλελεύθερο όραμα σε
παγκόσμια κλίμακα. Για τον βαρόνο, δύο
από τα βασικά συστατικά του αθλητισμού
ήταν «η επιθυμία για πρόοδο» και η
«αποδοχή των κινδύνων». Για τον λόγο
αυτό, ο Κουμπερτέν απέρριψε την γυμναστική
ως μια κληρονομιά των αδυνάτων, και
τόνισε απερίφραστα στους άρρωστους και
στις γυναίκες ότι θεμελιώδης στόχος
του αθλητισμού είναι η αυξανόμενη
σωματική και ψυχική υγεία, ενώ δεν είχε
κανέναν ενδοιασμό σχετικά με την κήρυξη
πολέμου κατά το κλασικό σύνθημα «Mens
Sana in corpore Sano» (νους υγιής εν σώματι υγιεί).
Στην εναρκτήρια ομιλία
του στο Ολυμπιακό Συνέδριο στην Πράγα
(1925) ορίζεται βαρόνος, και στο «Mens in
corpore lacertoso» διατυπώνει την ουσία του
αθλητισμού. Σύμφωνα με τον ιδρυτή των
Ολυμπιακών Αγώνων, ο κύριος λόγος για
τον αθλητισμό ήταν «η υπερβολική
ελευθερία», εξ ου και το σύνθημα «Citius,
Altius, Fortius»: περισσότερη ταχύτητα,
περισσότερο ύψος, περισσότερη δύναμη,...
πάντα περισσότερο. Ας το πούμε ωμά: το
σύγχρονο Ολυμπιακό Κίνημα δεν προκύπτει
από την αδερφική συμβολή των υποθετικά
καλοπροαίρετων δυνάμεων και των πρόθυμων
«προοδευτικών» και «ανθρωπιστών», που
ανυπομονούν να διαδώσουν την κατανόηση
μεταξύ των εθνών μέσω του αθλητισμού.
Προκύπτει ως πνευματικό έργο της
ολοκλήρωσης των αριστοκρατικών και
στρατιωτικών ελίτ και των μεγάλων
καπιταλιστικών δυνάμεων της Δύσης, που
αδελφοποιήθηκαν από τη θέληση να έχουν
πρόσβαση στις πηγές των παρθένων πρώτων
υλών, στην εκμετάλλευση των κοιτασμάτων
στην χρησιμοποίηση της φθηνής εργασίας
και στην κατάκτηση των νέων αγορών.
Μετάφραση:
Δημήτρης Γκιβίσης
Πηγή:
Red
Notebook
Πρωτότυπο
κείμενο: Diagonalperiodico
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου