του Αντώνη
Αγγελή
Η εξέγερση του Δεκέμβρη
του 2008 ήταν ένα γεγονός που έλαβε
τρομακτικές διαστάσεις. Το δυστύχημα
ήταν πως ο τρόμος αυτός επέδρασε
κατασταλτικά τόσο για τον ελεγκτικό
μηχανισμό καταστολής όσο και για τους
ίδιους τους εξεγερμένους, το μεγαλύτερο
μέρος τους τουλάχιστον. Αυτός ο τρόμος
δεν προέκυψε από τις διαστάσεις της
εξέγερσης αλλά από τα χαρακτηριστικά
του απροσδόκητου, του μη αναμενόμενου,
του ανεξέλεγκτου, του αυθόρμητου, όπως
αυτά αποτυπώθηκαν στις πρακτικές και
τις ταυτότητες των υποκειμένων μέσα
στην εξέγερση.
Έτσι, μέσα στις
καθημερινές, αναμενόμενες, σχεδόν
καθιερωμένες πορείες διαμαρτυρίας
μπορούσε κανείς να διακρίνει έναν τόσο
μεγάλο αριθμό διαδηλωτών, που πιστοποιούσε
μια πρωτοφανή μαζικότητα. Παράλληλα,
μέσα στο πλήθος των διαδηλωτών υπήρχαν
γονείς με τα παιδιά τους, μαθητές και
φοιτητές, αναρχικοί, κομμουνιστές,
συνδικαλιστές, άνθρωποι που άσχετα με
το αν ανήκαν ή όχι σε κάποια πολιτική
οργάνωση στα πλαίσια της εξέγερσης
λειτουργούσαν αυθόρμητα και έβγαζαν
την οργή τους άλλοτε σπάζοντας και
καίγοντας, άλλοτε υποστηρίζοντας τις
πρακτικές αυτές κοκ.
Όσο κι αν οι πρακτικές,
που αναδείχθηκαν στο εξεγερσιακό σκηνικό
των πόλεων, υπήρξαν περισσότερο ή
λιγότερο αναμενόμενες, δε μπορούμε να
παραβλέψουμε ότι η αδιάκριτη υιοθέτηση
των πρακτικών αυτών από έναν μεγάλο
αριθμό διαδηλωτών και συνεπώς έναν
μεγάλο αριθμό πολιτικών ταυτοτήτων
προσδίδει στην εξέγερση τα χαρακτηριστικά
του αυθόρμητου και ακαθόριστου. Προκύπτει
λοιπόν στο σημείο αυτό ο προβληματισμός
για το ποιες είναι οι σχέσεις, μεταξύ
των διάφορων ιδεολογικό-πολιτικών
ταυτοτήτων και των πρακτικών καθώς και
το πώς λειτούργησαν αυτές μέσα στο χώρο
τη εξέγερσης.
Έτσι, στις εξεγέρσεις
του Δεκέμβρη υπήρξε εξαιρετικά εντυπωσιακή
η μεγάλη συμμετοχή, η μαζικότητα, που
αναδείκνυε μια κοινωνία σε γενικότερο
αναβρασμό. Η ποικιλία των προβλημάτων-αιτημάτων
ώθησε με τη σειρά της έναν μεγάλο αριθμό
πολιτών και ταυτόχρονα μια μεγάλη
ποικιλία ιδεολογικο-πολιτικών ταυτοτήτων
στους δρόμους διεκδικώντας μέσα από
διάφορες πρακτικές όχι κάτι συγκεκριμένο
αλλά πολλά πράγματα μαζί.
Αυτή η ιδιόμορφη
σύμπλευση διαφορετικότητας και ομοιότητας
των ταυτοτήτων αρθρώνεται στη διαλεκτική
βάση ταυτότητα/τόπος. Με άλλα λόγια οι
ιδεολογικό-πολιτικές ταυτότητες των
διαδηλωτών βρίσκονται σε άμεση αλληλόδραση
με τα επιμέρους σημεία εκκίνησης. Κάτι
τέτοιο πιστοποιεί το πόσο ο τόπος και
η ταυτότητα είναι άρρηκτα δεμένα μεταξύ
τους μέσα από μια κοινωνικο-χωρική σχέση
(Soja, 1989). Συνεπώς, οι
επιμέρους τοποθεσίες, που αποτελούν το
σημείο εκκίνησης των διαδηλωτών, έχοντας
ήδη λάβει την ιδιαίτερη νοηματοδότησή
τους από τα υποκείμενα, μπολιάζουν με
μια ορισμένη ιδεολογικό-πολιτική
ταυτότητα το υποκείμενο ή τα υποκείμενα,
που θα βρεθούν στον τόπο αυτό.
Απ' τη
στιγμή όμως που οι ταυτότητες των τόπων
και οι ταυτότητες των υποκειμένων
βρίσκονται σε άμεση αλληλόδραση, η
κυρίαρχη, ηγεμονική αντίληψη για τους
τόπους αυτούς και τα υποκείμενα, που
τους χρησιμοποιούν, δεν περιορίζεται
στο επίπεδο των αφηγήσεων. Σύμφωνα με
τη Ρόντμαν άλλωστε, «ένας τόπος
δημιουργείται μέσα από τις πρακτικές
και όχι μόνο μέσα από τις αφηγήσεις»
(Rodman, 1992: 642). «Μια τοποθεσία
λοιπόν καθορίζεται τόσο από την
αναπαράστασή της όσο και από την
πραγματικότητα» (Harner,
2001: 663). Στην περίπτωσή μας όμως παρατηρούμε
μια διάσταση ανάμεσα στις αναπαραστάσεις
των τοποθεσιών και την πραγματικότητα.
Περνώντας, δηλαδή, από
τις τοποθεσίες εκκίνησης στο πεδίο της
εξέγερσης θα περιμέναμε πιθανότατα, να
δούμε τους αναρχικούς, αντιεξουσιαστές
και ακτιβιστές ή έστω όσους ξεκίνησαν
από συγκεκριμένα σημεία εκκίνησης αυτών
των ομάδων, να ανταποκριθούν στις
ηγεμονικές αφηγήσεις, που αναπαριστούν
τις αντιεξουσιαστικές δράσεις ως βίαιες
και παραβατικές και να σπάνε και να
καίνε. Στις εξεγέρσεις του Δεκέμβρη
όμως τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Ενώ
δηλαδή σε άλλες πορείες οι οργανώσεις
είναι σαφώς περιχαρακωμένες, με ξεκάθαρα
οριοθετημένα μπλοκς, που διεκδικούν
συγκεκριμένα πράγματα, σ’ αυτές του
Δεκέμβρη τα όρια αυτά δεν υπήρχαν ή
επανατοποθετήθηκαν σε τελείως διαφορετικές
βάσεις.
Αυτή η έντονη διάχυση
της μιας πρακτικής μέσα στην άλλη, της
μιας πολιτικής ταυτότητας μέσα στην
άλλη έδωσε στις διαδηλώσεις του Δεκέμβρη
τον ανεξέλεγκτο, εξεγερσιακό χαρακτήρα.
Έτσι, πίσω από τις ποικίλες, διαφορετικές
πρακτικές και πολιτικές ταυτότητες
διακρίνεται μια φαινομενικά περίεργη
ενοποίησή τους, από τη στιγμή που ο
καθένας μπορεί να πάρει μια πέτρα και
να σπάσει, από τη στιγμή που ο κόσμος
εκφράζεται μέσα από τον αναρχικό χώρο
και ταυτίζεται με αυτόν κι από τη στιγμή
που δεν υπάρχουν ιδιαίτερες διακρίσεις
σε ομάδες και οργανώσεις. Αυτή η διάχυση
ήταν που αντικατέστησε την προηγούμενη
διάκριση των συγκεκριμένων ταυτοτήτων
των υποκειμένων και των τόπων. Τώρα όμως
βρισκόμαστε πέρα από τα συγκεκριμένα
όρια των χώρων-σημείων εκκίνησης και
μέσα στο πεδίο της εξέγερσης.
Καθώς λοιπόν το σώμα
των διαδηλωτών κινούταν μέσα στο χώρο
της πόλης, η λειτουργική κανονικότητα
των χώρων μεταβαλλόταν. Οι ίδιοι δρόμοι,
που πριν την εξέγερση φιλοξενούσαν τις
βιαστικές φιγούρες των κατοίκων, που
μετακινούταν από υποχρέωση σε υποχρέωση,
στα πλαίσια της εξέγερσης φιλοξένησαν
τις τελείως διαφορετικές πρακτικές της
διεκδίκησης των δικαιωμάτων. Η κίνηση
στους δρόμους είχε διακοπεί, τα
καταστήματα, οι τράπεζες και οι δημόσιες
υπηρεσίες είχαν διακόψει την κανονική
λειτουργία τους και είχαν κατεβάσει
ρολά. Το πλήθος των διαδηλωτών, που
περνούσε από αυτούς τους χώρους, τους
χρησιμοποιούσε όχι για τις γνωστές του
ως τότε καθημερινές συναλλαγές, αλλά
για να καταθέσει την οργή του πετώντας
πέτρες από τα πεζοδρόμια, που είχαν
ξηλώσει λίγο πριν.
Από τη στιγμή λοιπόν
που η εξέγερση επιτρέπει την ανάδειξη
ποικίλων και πιθανών πρακτικών, ποικίλων
και πιθανών ταυτοτήτων, ποικίλων και
πιθανών χώρων, μετατρέπει την πόλη σε
μια σκηνή, όπου όλα μπορούν να συμβούν
σε δυνητικό επίπεδο. Μέσα σ’ αυτό ακριβώς
το εξεγερσιακό σκηνικό φτιαγμένο από
την υλική πραγματικότητα οι ήρωες-διαδηλωτές
χρησιμοποιούν την υλικότητα των χώρων
αυτών με διαφορετικούς τρόπους από τους
συνηθισμένους προκειμένου να προβάλλουν
όχι μόνο την αντίδρασή τους απέναντι
στην κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα
του κόσμου τους αλλά και να εγγράψουν
στο χώρο έναν κόσμο πιθανό. «Αυτό το
ξεχείλισμα των πιθανών κόσμων μέσα στον
πραγματικό», όπως χαρακτηριστικά
αναφέρει ο Σταυρίδης «αφορά τη δύναμη,
που αποκτούν οι πιθανοί κόσμοι, να
επηρεάζουν την ανθρώπινη πραγματικότητα,
επειδή ακριβώς είναι πλασμένοι από τα
υλικά της» (Σταυρίδης, 2010: 52). Έτσι, όταν
οι διαδηλωτές χωρίς καμία οργάνωση και
μεθόδευση, χωρίς καμία διάκριση, έσπαζαν
και έκαιγαν όλοι μαζί καταστήματα,
τράπεζες και δημόσια κτήρια, οραματίζονταν
έναν κόσμο πιθανό χωρίς τις μορφές της
κρατικής και οικονομικής εξουσίας ή
τουλάχιστον με κάποιες μορφές εξουσίας
τελείως διαφορετικές από τις ισχύουσες.
Το περιβάλλον λοιπόν
ενός τέτοιου εξεγερσιακού σκηνικού
αφήνει περιθώρια ανάδειξης χώρων,
πρακτικών και ταυτοτήτων, που
χαρακτηρίζονται από δυνητικότητα. Αυτή
ακριβώς η ακαθοριστία της δυνητικότητας
και της πιθανότητας είναι που αποτυπώνεται
τόσο στις αφηγήσεις του τύπου «ο καθένας
μπορεί να πάρει μια πέτρα και να σπάσει»
όσο και στην πραγματικότητα των
διαδηλώσεων. Έτσι, απ’ όπου κι αν
ξεκινούσε κανείς να διαδηλώνει, κάποια
στιγμή οι ξεχωριστές αρχικά ομάδες και
τα ξεχωριστά άτομα ενώνονταν σε ένα
κοινό σώμα πορείας. Μεταξύ των κουκουλοφόρων
με τους λοστούς μπορούσε να δει κανείς
«απλούς πολίτες» με τα παιδιά τους και
φοιτητές, χωρίς να μπορεί να προβλέψει
με βεβαιότητα από ποιού το χέρι θα φύγει
η πέτρα, χωρίς να μπορεί να διακρίνει
αν ο κουκουλοφόρος τελικά είναι αυτός
που φορά την κουκούλα ή αυτός που
ενθαρρύνει τους υπόλοιπους να φωνάξουν,
να σπάσουν και να κάψουν.
Πιο συγκεκριμένα, σε
μια συζήτηση που είχα με έναν φίλο (και
θα προσπαθήσω να μεταφέρω όσο γίνεται
πιο ολοκληρωμένα το νόημα των λόγων
του) μου είπε πως είδε κάποια στιγμή μια
ομάδα παιδιών, που ήταν δεν ήταν 13-15
χρονών, μαθητές γυμνασίου το πολύ λυκείου
με τσάντες στους ώμους να είναι στη
διαδήλωση που γινόταν. Αυτό που του
τράβηξε την προσοχή, ήταν ότι κάποιο
από τα παιδιά ήταν γνωστό του. Υπέθεσε
πως, επειδή η διαδήλωση γινόταν πρωί,
τα παιδιά κουβαλούσαν μαζί και τις
τσάντες τους από το σχολείο. Ωστόσο,
παρατηρώντας είδε ότι φτάνοντας μπροστά
από μια τράπεζα ένα από τα παιδιά έβγαλε
μέσα από την τσάντα του μια πέτρα και
την πέταξε στη τζαμαρία. Και είναι
πράγματι γεγονός πως μέσα σε ένα τέτοιο
εξεγερσιακό σκηνικό μπορούσε κανείς
να εντοπίσει μαθητές ή φοιτητές,
διάσπαρτους μέσα στο πλήθος, με τσάντες
στους ώμους, οι οποίες ήταν εξίσου πιθανό
να είναι γεμάτες με βιβλία ή γεμάτες με
πέτρες και μολότοφ. Οι ρόλοι λοιπόν, που
αναλαμβάνουν τα δρώντα υποκείμενα στο
χώρο της εξέγερσης και οι ιδεολογικό-πολιτικές
ταυτότητες που ενδύονται, χαρακτηρίζονται
από μια ακαθοριστία, που προκύπτει από
τη δυνητικότητα του εξεγερσιακού χώρου,
μέσα στον οποίο και εμφανίζονται. «Οι
ήρωες», διαδηλωτές, «ταυτόχρονα είναι
και δεν είναι αυτό που δείχνουν»
(Σταυρίδης, 2010: 63).
Μέσα σε ένα τέτοιο
δυνητικό και ευμετάβλητο περιβάλλον-σκηνικό
οι ταυτότητες των υποκειμένων, η υιοθέτηση
των πρακτικών και οι λειτουργίες των
χώρων δεν έχουν τίποτα το αναμενόμενο
ή έστω το εύκολα προσδιορίσιμο. Είναι
όμως πραγματικά περίεργο, πώς μέσα σ’
αυτήν την χαοτική διάδραση των ταυτοτήτων
τα δρώντα υποκείμενα είναι ακόμη σε
θέση να ξεχωρίζουν τις ταυτότητες των
άλλων υποκειμένων. Πιο συγκεκριμένα,
τι είναι αυτό που διαμορφώνει αφηγήσεις,
όπως: «δεν έσπαζαν μόνο οι αναρχικοί»;
Η απάντηση βρίσκεται σ’ αυτό που ο Ζίζεκ
χαρακτηρίζει ως «φαντασιακή εικόνα του
Άλλου» και στην περίπτωσή μας στη
«φαντασιακή εικόνα» του αναρχικού. Αυτή
η εικόνα είναι που επικαθορίζει τον
τρόπο με τον οποίο βιώνουμε τους άλλους
και ταυτόχρονα επηρεάζει τον τρόπο, με
τον οποίο οι άλλοι βιώνουν τον εαυτό
τους. (Zizek, 2010).
Έτσι, μέσα σε μια
κοινωνία, πέρα από τις διαφορετικές
εξατομικευμένες προσλαμβάνουσες, που
μπορεί να έχει ο καθένας για την εικόνα
του αναρχικού, υπάρχουν κάποιες κοινές
αντιλήψεις και πεποιθήσεις που μοιράζονται
οι κάτοικοι και οι οποίες διαρθρώνουν
ένα μεγάλο τμήμα της εικόνας του
αναρχικού. Όποιος λοιπόν συχνάζει σε
καταλήψεις, στέκια και χώρους αυτόνομους
ή έστω σχετίζεται με τις αντεξουσιαστικές
ομάδες, συμμετέχει στις περισσότερες,
αν όχι σε όλες τις διαδηλώσεις, ερχόμενος
σε σύγκρουση με την αστυνομία και τις
δυνάμεις καταστολής, υιοθετεί
ενδυματολογικούς κώδικες φορώντας
μαύρα ρούχα, κουκούλα ή μάσκα, επιτίθεται
με πέτρες λοστούς και μολότοφ στα σύμβολα
εξουσίας, εκφράζοντας έτσι την αντίθεσή
του σε κάθε μορφή εξουσίας κοκ, μπορεί
να χαρακτηρίζεται από τους άλλους ή να
αυτοχαρακτηρίζεται αναρχικός. Σ’ αυτές
τις πεποιθήσεις κατοπτρίζεται και
αναδεικνύεται επίκαιρος, ακόμη και
σήμερα, ο φόβος, που εξέφρασε ο Κροπότκιν
στο έργο του «Η Αναρχία», ότι δηλαδή η
εικόνα του αναρχικού, δυστυχώς, έχει
συνδεθεί με την εικόνα ενός βίαιου
ανθρώπου, που επιθυμεί απλώς την εξόντωση
όλου του τωρινού πολιτισμού (Κροπότκιν,
:39).
Ωστόσο, στο χώρο της
εξέγερσης αναδείχθηκε πως αυτές οι
αυστηρά καθορισμένες εικόνες και
ηγεμονικές αντιλήψεις, ενώ δεν παύουν
να υπάρχουν και να λειτουργούν, είναι
μάλλον ανοιχτές σε μια ατέρμονη
διαπραγμάτευση. Έτσι, ακόμη και άνθρωποι
που δεν πήγαν στην πορεία για να σκοτωθούν,
να φάνε κλομπιές και χημικά, που μπορεί
να συμμετείχαν για πρώτη φορά σε
διαδήλωση, που η ιδεολογικό-πολιτική
τους ταυτότητα τούς απέτρεπε ή τους
απαγόρευε να σπάσουν και να κάψουν,
άνθρωποι χωρίς ιδιαίτερους, χαρακτηριστικούς
ενδυματολογικούς κώδικες, μικρά παιδιά,
γονείς και απλοί πολίτες που δε γνώριζαν
τι πρεσβεύει η αναρχική ιδεολογία ή που
θεωρούσαν πως δεν τους αντιπροσωπεύει,
εκφράστηκαν μέσα από τον αναρχικό χώρο.
Πολλοί ήταν αυτοί μάλιστα που υιοθέτησαν
πρακτικές που μέχρι τότε τις συνέδεαν
κυρίως με την αναρχική ιδεολογία, χωρίς
όμως αυτό να τους κάνει να αντιλαμβάνονται
τον εαυτό τους ή να κάνει τους άλλους
να τους αντιλαμβάνονται ως αναρχικούς.
Η πιθανή λοιπόν υιοθέτηση της πρακτικής
του σπασίματος και του καψίματος δεν
αποδίδει στο υποκείμενο που την υιοθετεί
την ταυτότητα του αναρχικού, από τη
στιγμή που η φαντασιακή εικόνα του
αναρχικού δεν ολοκληρώνεται ή έστω δεν
αποδίδεται επαρκώς μέσα από αυτήν την
πρακτική.
Αυτή ακριβώς η διαρκής
διαπραγμάτευση είναι που αναδεικνύεται
μέσα από τα πλαίσια της ακαθοριστίας
των πρακτικών και των ταυτοτήτων, όπου
ο κάθε διαδηλωτής είναι πιθανό να
σχηματίσει μιαν υβριδική ιδεολογικό-πολιτική
ταυτότητα. Από τη στιγμή δηλαδή που ο
καθένας έχει τη δυνατότητα να υιοθετεί
πρακτικές διάφορων ιδεολογικό-πολιτικών
εκκινήσεων, χωρίς να υιοθετεί ταυτόχρονα
και την ιδεολογικό-πολιτική ταυτότητα
των πρακτικών αυτών, η ελευθερία δράσης
έχει κατακτηθεί και η εξέγερση αρχίζει
να διαμορφώνει μια νέα πραγματικότητα,
μια πραγματικότητα πραγματικά αυτόνομη
και αναρχική. Κάτι τέτοιο λοιπόν
πιστοποιεί ότι «οι εσωτερικευμένες
κυρίαρχες ιδεολογίες είναι περισσότερο
ανοιχτές και δυναμικές παρά απόλυτα
καθορισμένες». (Gordillo,
2002: 264).
Αν λοιπόν το εξεγερσιακό
σκηνικό της πόλης κατέστη η απαραίτητη
χωρική συνθήκη για την ανάδειξη πιθανών
και ακαθόριστων πρακτικών και ταυτοτήτων,
η ποικιλία των λόγων και των αιτημάτων
που κατέβασε το πλήθος στους δρόμους
υπήρξε ο καθοριστικός παράγοντας
ανάδειξης της αναγκαιότητας αυτής της
ακαθοριστίας. Έτσι, πριν τις μεγάλες
εξεγέρσεις μπορούσε κανείς να διακρίνει
τα ζητήματα που σχεδόν μονοπωλούσαν το
ενδιαφέρον των πολιτών, και δεν ήταν
άλλα από την επικείμενη οικονομική
κρίση, η οποία με τη σειρά της σήμανε
την έναρξη των μαζικών απολύσεων, την
αύξηση του δείκτη της ανεργίας, τη
μείωση, αν όχι την εκμηδένιση, των εσόδων
και την ταυτόχρονη αύξηση των εξόδων
για πολλές οικογένειες, και τελικά τη
δημιουργία της αίσθησης ενός δυσβάσταχτου
παρόντος και ενός ακόμη χειρότερου
μέλλοντος. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα των
πολλαπλών αιτιών, η δολοφονία του
15χρονου κατέστη η αφορμή, ή μάλλον η
σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι και
έκανε ένα μεγάλο πλήθος πολιτών να
ξεχυθεί στους δρόμους έχοντας πολλές
και διαφορετικές διεκδικήσεις. Έτσι,
δίπλα απ’ αυτούς που διαδήλωναν κρατώντας
πανό που έγραφαν «όχι στη βία της
εξουσίας», μπορούσε να δει κανείς αυτούς
που έχοντας μείνει άνεργοι διεκδικούσαν
το δικαίωμά τους στην εργασία, δίπλα
απ’ αυτούς αλλοδαπούς που ζητούσαν ίση
μεταχείριση, πιο πίσω γονείς να διεκδικούν
ένα καλύτερο μέλλον για τα παιδιά τους,
και πιο μπροστά μαθητές και φοιτητές
να ζητούν καλύτερη παιδεία, συνθήκες
εκπαίδευσης και υποδομή.
Σ’ αυτήν ακριβώς την
εικόνα αποτυπώνεται η κοινότητα των
διεκδικήσεων. Αυτό που ένωσε λοιπόν τις
διαφορετικές αυτές διεκδικήσεις, τις
διαφορετικές πολιτικές ταυτότητες και
πρακτικές, ο κοινός παρονομαστής τους
δηλαδή, ήταν η ίδια η εξέγερση εναντίον
ενός κοινού εχθρού, της εξουσίας. Αυτός
ο κοινός εχθρός είναι που έκανε τη
διαφορετική πολιτική ταυτότητα του
κάθε υποκειμένου και της κάθε ομάδας
να σχηματίσει αυτό που ο Λακλώ αναφέρει
ως «αλυσίδα της ισότητας με άλλες
ταυτότητες και ομάδες» (Laclau,
1996: 53). Στην άρνηση, για παράδειγμα, της
κρατικής εξουσίας να ανταποκριθεί και
να ικανοποιήσει τα αιτήματα των μαθητών,
οι εργάτες βλέπουν την άρνηση απέναντι
στα δικά τους αιτήματα, οι αλλοδαποί
απέναντι στα δικά τους κοκ. Στην περίπτωση
μας λοιπόν, η πολιτική ταυτότητα του
υποκειμένου ή της ομάδας εκφράζει και
εκφράζεται μέσα από την ισότητα των
δικαιωμάτων και των αιτημάτων των άλλων
ταυτοτήτων, από τη στιγμή που όλες τους
εξεγείρονται εναντίον ενός κοινού
εχθρού.
Στις εξεγέρσεις λοιπόν
του Δεκέμβρη, οι διαδηλωτές, μέσα από
τις δράσεις τους και τις αντιδράσεις
τους, μετέτρεψαν την πόλη σε ένα σκηνικό,
όπου μπορούσαν, μέσα από τους ρόλους
που αναλάμβαναν, να αναπαραστήσουν και
να προβάλλουν την εικόνα ενός νέου,
πιθανού κόσμου. Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια,
η διάχυση των πρακτικών και των ταυτοτήτων
υπήρξε η απαραίτητη ένδειξη ενός κοινού
στόχου, ή μάλλον η ταυτότητα μιας
εξέγερσης που αντιστεκόταν σε κάθε
μορφή εξουσίας. Η χαοτική ακαθοριστία
λοιπόν των χώρων, των πρακτικών και των
ταυτοτήτων ήταν μια αυθόρμητη, γνήσια
και απαραίτητη αντίσταση απέναντι σε
κάθε μορφή εξουσιαστικού ελέγχου. Αυτό
το χάος και η ακαθοριστία, περισσότερο
από το να αποβλέπει απλά και μόνο στην
ανούσια κατάρρευση της πραγματικότητας,
στόχευε και αποσκοπούσε στην ανασύσταση
και αναδημιουργία μιας πιθανής, καλύτερης
πραγματικότητας.
------------------------------
-
Gordillo, G.,
2002. “Locations of Hegemony: The Making
of Places in the Toba's Struggle for La Comuna, 1989-99”, στο
American Anthropologist, New Series,
Vol. 104, No. 1 (Mar., 2002), εκδ.
Blackwell Publishing and American Anthropological Association, σελ.:
262-277.
-
Harner, J., 2001.
“Place Identity and Copper Mining in
Sonora, Mexico”, στο Annals
of the Association of American Geographers,
Vol. 91, No. 4 (Dec., 2001), εκδ. Taylor
& Francis, Ltd. and
Association of American Geographers, σελ.:
660-680.
-
Kropotkin, P.,
Η Αναρχια, Ι. Ζερβός(μτφρ.), εκδ.
Ηριδανός.
-
Laclau, E.,
1996. Emancipation(s),
εκδ. London:
Verso.
-
Rodman, M. C.,
1992. “Empowering Place: Multilocality and Multivocality”,
στο American
Anthropologist, New Series, Vol. 94,
No. 3 (Sep., 1992), εκδ. Blackwell
Publishing
and American Anthropological
Association,
σελ.: 640-656.
-
Soja, E.,
1989. Postmodern geographies: The
reassertion of space in critical social theory,
εκδ. London: Verso.
-
Σταυρίδης, Στ., 2010. Μετέωροι χώροι
της ετερότητας, εκδ. Αλεξάνδρεια.
-
Zizek, S.,
2010. Βία. Έξι λοξοί στοχασμοί,
εκδ. Scripta, Αθήνα
2010.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου