της Μαριάννας
Χούσου
Αν και ο όρος “κοινωνική
οικονομία” έχει ιστορία αρκετών χρόνων,
στη χώρα μας το τελευταίο διάστημα έχει
αυξηθεί η συζήτηση γύρω από αυτή, λόγω
και της επέκτασης σχετικών δομών, τις
οποίες στηρίζουν και στις οποίες
συμμετέχουν άνθρωποι από διαφορετικές
κοινωνικοπολιτικές αφετηρίες, με πολλούς
τρόπους και με πολλές μορφές.
Σύμφωνα με
τον καθηγητή του ΤΕΙ Μεσολογγίου κ.
Νικολόπουλο, η κοινωνική οικονομία
''είναι μια οικονομική δραστηριότητα
που ξεκινάει «από
κάτω». Πρόκειται
κατά κύριο λόγο για μια πρωτοβουλία των
πολιτών («οικονομία
των πολιτών», δηλαδή
από τους πολίτες και για τις ανάγκες
αυτών) που δεν αποσκοπεί στο κέρδος.
Πρόκειται, με άλλα λόγια, για μια οικονομία
των (πραγματικών) αναγκών''.
Ο παραπάνω ορισμός “
καλύπτει ένα ευρύ φάσμα οικονομικών
δραστηριοτήτων, από συνεταιρισμούς
μέχρι και τα δίκτυα ανταλλαγής, τα
χαριστικά παζάρια κτλ”.
Ειδικά μετά το κίνημα
των πλατειών το καλοκαίρι του 2011, η
διάθεση ενός μεγάλου κομματιού του
κόσμου να αυτοοργανωθεί και να μπορέσει
να καλύψει πολλές ανάγκες του, συνάντησε
τις ήδη αυτοοργανωμένες δομές, οι οποίες
είχαν ακολουθήσει μια διαφορετική
διαδρομή, μέσα από πειραματισμούς αλλά
και μέσα από την εμπειρία που αποκόμισε
σε βάθος χρόνου. Σε αυτό βοήθησε και το
γεγονός ότι, έστω και άτυπα, ένα μεγάλο
κομμάτι του πληθυσμού διατηρούσε στους
δεσμούς του με την επαρχία και στοιχεία
ανταλλακτικής οικονομίας, τα οποία
εύκολα ενίσχυσε ελέω κρίσης.
Όλο αυτό το κλίμα βέβαια
δεν θα μπορούσε να μείνει ανεκμετάλλευτο
από τους επιτήδειους του λαϊκισμού και
της ψηφοθηρίας, οι οποίοι προσπαθώντας
να προλάβουν ή και να καρπωθούν το ρεύμα
της αυτοοργάνωσης, αυτοπροβάλλονται
ως “φορείς και ειδικοί” της κοινωνικής
οικονομίας, ενώ ουδεμία σχέση έχουν με
δομές αυτοδιαχείρισης ή ουδέποτε
αναρωτήθηκαν ή αμφισβήτησαν το κυρίαρχο
μοντέλο.
Η κοινωνική οικονομία
μάλιστα, με τις ανάλογες προσλαμβάνουσες
σε κάθε περίπτωση, παρουσιάζεται πολλές
φορές σαν πανάκεια δια πάσαν νόσον. Από
το ζήτημα της εργασίας και της παραγωγής,
ως την υγεία και την εκπαίδευση, η
μεταφορά της ευθύνης γίνεται άτσαλα
και βεβιασμένα, κυρίως μέσω των πάντα
πρόθυμων ΜΚΟ και της εκκλησίας,
δημιουργώντας θέσεις υποτιμημένης
εργασίας και αντικαθιστώντας τις
(προβληματικές ίσως αλλά υπαρκτές)
κρατικές παροχές με υποδεέστερες σε
ποιότητα και έκταση, αφήνοντας με αυτό
τον τρόπο μεγάλα κομμάτια του πληθυσμού
έκθετα.
Η συνεργατική
και αλληλέγγυα οικονομία κατατάσσεται,
καταχρηστικά ίσως, ως υποκατηγορία της
κοινωνικής οικονομίας. Οι δομές που
εντάσσονται σε αυτήν δεν χαρακτηρίζονται
τόσο από την πολιτικοϊδεολογική προέλευση
των συμμετοχόντων ή από το που στεγάζονται
(εκτός από κραυγαλέες περιπτώσεις
επικίνδυνου λαϊκισμού τις οποίες δεν
χρειάζεται να αναφέρουμε), αλλά από το
πόσο έχουν εκείνα τα χαρακτηριστικά
(οριζόντιες και αντιιεραρχικές
συνελεύσεις, αμεσότητα, επαναφορά του
μέτρου, ενθάρρυνση της συμμετοχής) που
τις κάνουν τέτοιες και κατά πόσο
αμφισβητούν το καπιταλιστικό φαντασιακό
(ανάπτυξη, παραγωγισμός-καταναλωτισμός,
εκμετάλλευση), ή κατά πόσον, αντίθετα,
“ορίζουν στρατηγικές εξανθρωπισμού
της καπιταλιστικής οικονομίας”1.
Μια δομή, για παράδειγμα, που απλά
αναπαράγει μια πελατειακή σχέση, έστω
και αν το προϊόν είναι καλύτερο, ή μια
σχέση ευεγέρτη-ευεγερτούμενου, χωρίς
να σπάει τον πυρήνα της ανάθεσης, του
θεάματος και της απάθειας, προσομοιάζει
περισσότερο στη φιλανθρωπία, και
πιθανότατα θα ακολουθήσει τη διαδρομή
που ακολουθούν όλες οι αυταπάτες αυτού
του τύπου.
Εμπειρίες και προοπτικές
Σήμερα, σχεδόν
δύο χρόνια μετά τις πλατείες της άμεσης
δημοκρατίας και του “παίρνουμε τη ζωή
μας στα χέρια μας”, τα πολλά παραδείγματα
δομών αυτοργάνωσης που έχουμε, πολύμορφα
και πολυθεματικά, μας επιτρέπουν να
ανιχνεύσουμε μια “καθημερινή διαδικασία
αλλαγής -στην πράξη και στο σήμερα- της
οικονομικής δραστηριότητας, στα πλαίσια
ενός αγώνα με στόχο την απόρριψη του
καπιταλισμού και των εκμεταλλευτικών
σχέσεων που αυτός ορίζει και ενθαρρύνει”2.
Από την άλλη πλευρά,
καθώς η οικονομική κρίση βαθαίνει και
μεγάλα κομμάτια του πληθυσμού οδηγούνται
στην απελπισία, η φιλανθρωπία, ο οίκτος
και η ελεημοσύνη βρίσκουν όλο και
περισσότερο έδαφος, μεγαλώνοντας τον
κύκλο των “ευεγερτούμενων”. Και αν
αυτή τη στιγμή μας φαντάζει προτιμότερο
κάποιος να μην μείνει απλά νηστικός,
γνωρίζουμε ότι το γενικευμένο ρεύμα
υποτίμησης της ζωής και της αξιοπρέπειας
μπορεί να ξυπνήσει τους χειρότερους
εφιάλτες μας. Από την άλλη, η δικτύωση
των δομών συνεργατικής και αλληλέγγυας
οικονομίας, χωρίς να χάνεται η αυτοτέλεια
τους, αλλά και η δημιουργία νέων, οι
οποίες θα καλύψουν όλους τους τομείς
της οικονομικής δραστηριότητας, παράλληλα
με την ενίσχυση όλων εκείνων των
αυτοοργανωμένων χώρων διαχείρισης της
καθημερινότητάς μας, μπορεί να οδηγήσει
στην απεξάρτηση μας από το κεφάλαιο και
το κράτος.
Το κομμάτι
αυτό του ανταγωνιστικού κινήματος
“είναι μία αίσθηση του αδυνάτου, μέσα
στην καρδιά της άρνησης της ζωής, μέσα
στον πυρήνα του καπιταλισμού.3
---------------
1.
Δημιουργικές αντιστάσεις και αντεξουσία,
Ορ.Βαρκαρόλης 2012 σελ.45
2. Στο ίδιο
3. Σημειώσεις
της στέπας, τεύχος δεύτερο, σελ 44.
Από
το 10ο τεύχος της εργατικής εφημερίδας
Δράση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου