του
Γιώργου Παπανικολάου
Υπάρχουν σημαντικοί
λόγοι για τους οποίους η δημόσια συζήτηση
περιστρέφεται ολοένα και περισσότερο
γύρω από την φαινομενικά νέα έννοια των
"κοινών" αγαθών. Πρώτα, η ανάδυση
των ψηφιακών κοινών αγαθών που υπενθύμισαν
στους πολίτες των δυτικών κοινωνιών
την αξία του μοιράσματος. Έπειτα οι
επιθετικές περιφράξεις των νεοφιλελεύθερων
πολιτικών που στέρησαν εκατομμύρια
πολίτες σε όλο τον κόσμο από πρόσβαση
σε βασικά αγαθά αλλά και η προφανής
ανεπάρκεια ενός συστήματος βασισμένου
στο κέρδος να διαχειριστεί την καταστροφή
της βιόσφαιρας. Τέλος, η κατάρρευση του
κρατικού με κεντρικό σχεδιασμό μοντέλου
της οικονομίας και η απαξίωση του
νεοφιλελευθερισμού με την κρίση του
2008.
Τα κοινά αγαθά αφορούν
ανθρώπινες, παραγωγικές σχέσεις. Είναι
ο τρόπος που οργανώνεται η παραγωγή, η
οικειοποίηση ή η διαχείριση που κάνει
τα αγαθά "κοινά" και όχι η φυσική
τους υπόσταση. Περιλαμβάνουν μια
οικολογία οργανωτικών μορφών που
ποικίλλουν σε όλα τα μήκη και πλάτη της
γης. Αν κάτι χαρακτηρίζει την έννοια
των κοινών αγαθών είναι η ποικιλότητα
και ο πλουραλισμός. Η πληθώρα των
διευθετήσεων, καθορίζεται από τη φύση
τους, το επίπεδο της τεχνικής και
προπαντός την ιστορία και τον πολιτισμό
των κοινωνιών στις οποίες απαντώνται.
Κοινό τους χαρακτηριστικό αποτελεί η
δυνατότητα του ατόμων να έχουν πρόσβαση
στην χρήση του πόρου μέσα από ένα πλέγμα
συλλογικών σχέσεων και διακανονισμών
που δεν εμπλέκουν την αγορά, ούτε
χαρακτηρίζονται από ασυμμετρία δύναμης
που βασίζεται στην ιδιοκτησία. Σε
αντίθεση με την ατομική ιδιοκτησία,
κανείς δεν μπορεί να επιβάλει στον άλλο
τους δικούς του κανόνες στην χρήση του
πόρου και οι κανόνες προκύπτουν μέσα
από τη συλλογική διαβούλευση και δράση.
Θεσμικά, χαρακτηρίζονται στην καλύτερη
περίπτωση από νομικές μορφές συλλογικής
ιδιοκτησίας ενώ πολλές φορές οι κανόνες
διακυβέρνησης είναι εθιμικοί. Η επικράτηση
των μορφών της ατομικής και της κρατικής
ιδιοκτησίας και η επέκταση των αγορών
εκτόπισε σταδιακά κληροδοτημένους από
το παρελθόν θεσμούς κοινής ιδιοκτησίας
και διαχείρισης.
Υπάρχουν πολλοί τρόποι
να ταξινομήσει κανείς τα κοινά αγαθά
όπως, για παράδειγμα, η κλίμακα αναφοράς:
τοπικά (πχ κοινοτικές πηγές νερού,
κοινοτικά βοσκοτόπια) περιφερειακά,
εθνικά (δρυμοί, ψαρότοποι, ηλεκτρομαγνητικό
φάσμα) ή ακόμα και παγκόσμια (το αίτημα
για τη διαχείριση της ατμόσφαιρας σαν
παγκόσμιο κοινό αγαθό). Η μεγάλη κλίμακα
αυξάνει την οργανωτική πολυπλοκότητα
και μπορεί να απαιτεί αντιπροσωπευτικά
σχήματα διακυβέρνησης.
Μια άλλη σημαντική
διάκριση είναι αυτή μεταξύ των
ανταγωνιστικών και μη ανταγωνιστικών
αγαθών που συνήθως βρίσκονται σε αφθονία.
Για παράδειγμα τα ψηφιακά αγαθά και η
πληροφορία στις σύγχρονες δυτικές
κοινωνίες έχουν σχεδόν μηδενικό κόστος
διανομής και αναπαραγωγής. Η χρήση τους
από κάποιον δεν τα στερεί από τους
άλλους, ούτε περιορίζει τα δικαιώματά
τους καθιστώντας τον μεταξύ μας
ανταγωνισμό ανούσιο. Η οργάνωση της
κοινοκτημοσύνης και της κοινής διαχείρισης
είναι τεχνικά εφικτή αλλά προσκρούει
στο παρωχημένο και οπισθοδρομικό
καθεστώς της πνευματικής ιδιοκτησίας.
Οι φυσικοί πόροι μπορεί
να είναι ανανεώσιμοι ή πεπερασμένοι
γεγονός που καθορίζει τους θεσμούς
διακυβέρνησης και τους κανόνες της
διανομής. Μπορεί να υπάρχει μια σαφώς
καθορισμένη ομάδα οικειοποιητών ή τα
αγαθά να είναι ανοικτά για όλους.
Η διάκριση ανάμεσα σε
κοινά αγαθά που μπορούν να αναπαράγονται
κοινωνικά με σχετική αυτονομία
εξασφαλίζοντας τη βιωσιμότητά προς
όφελος των μελών της κοινότητας και σ'
αυτά που είναι συμβατά ή μπορούν να
λειτουργούν στα πλαίσια της διευρυμένης
αναπαραγωγής του κεφαλαίου έχει
απασχολήσει τη δημόσια συζήτηση, με
κάποιους να επιχειρηματολογούν ότι τα
δεύτερα θα πρέπει να αποτελούν αντικείμενο
αντίστασης και άλλους να υποβαθμίζουν
τη σημασία αυτής της διάκρισης,
επισημαίνοντας ότι σε συνθήκες ηγεμονίας
της καπιταλιστικής οικονομίας είναι
σχεδόν κατά κανόνα υβριδικά.
Από την αγορά και το
κράτος στη συλλογική αυτοδιαχείριση
Μελετώντας κυρίως τη
διαχείριση φυσικών πόρων, η βραβευμένη
με νόμπελ οικονομίας Έλινορ Όστρομ
επισήμανε μερικές από τις γενικές αρχές
σχεδιασμού που χαρακτήριζαν τους
επιτυχημένους και μακροβιότερους
θεσμούς συλλογικής διαχείρισης. Ανάμεσα
σ' αυτές συμπεριλαμβάνονται τα
ξεκαθαρισμένα όρια του πόρου και των
οικειοποιητών του, η συμμετοχή των
ατόμων που επηρεάζονται από τους κανόνες
στην τροποποίησή τους, αλλά και η ύπαρξη
μηχανισμών επιτήρησης και επίλυσης
διαφορών όπως και κλιμακούμενων κυρώσεων
για τους παραβάτες. Αξιοσημείωτη είναι
η επισήμανση της σημασίας της ελάχιστης
αναγνώρισης του δικαιώματος αυτοοργάνωσης
από τις εξωτερικές διοικητικές αρχές,
δηλαδή του δικαιώματος οι οικειοποιητές
να επινοούν τους δικούς τους θεσμούς
χωρίς αυτοί να αμφισβητούνται από την
εξουσία[1].
Τα κοινά αγαθά είναι
μια τόσο παλιά πραγματικότητα όσο και
οι ανθρώπινες κοινωνίες. Ανήκουμε
ιστορικά στις γενιές που βομβαρδίστηκαν
από τα ιδεολογήματα των υποστηρικτών
της αγοράς και δυσκολευόμαστε να
αντιληφθούμε ότι ο ανθρώπινος πολιτισμός
οικοδομήθηκε και στηρίζεται διαχρονικά
στα κοινά αγαθά. Μπορεί ωστόσο να
αποτελούμε στην πραγματικότητα τις
γενιές που πιεσμένες από την ανάγκη της
επιβίωσης δεν έχουν άλλη επιλογή από
το να "επανεφεύρουν" τα "κοινά"
αγαθά .
Το δίπολο κράτος ή
αγορά μονοπώλησε τον πολιτικό ανταγωνισμό
για δεκαετίες χωρίς στην πραγματικότητα
να προσφέρει μια ουσιαστική εναλλακτική
για τις εκμεταλλευόμενες τάξεις. Τα
κοινά αγαθά μας υπενθυμίζουν ότι οι
άνθρωποι μπορούν να αυτοοργανωθούν και
να επιλύσουν με αποτελεσματικότητα
ζητήματα παραγωγής και αναπαραγωγής,
προβάλλοντας έτσι μια τρίτη εναλλακτική
που μπορεί να δώσει λύσεις στην καταστροφή
της βιόσφαιρας και την κοινωνική
ανισότητα. Υπόσχονται ένα νέο αξιακό
σύστημα και μια οικονομία βασισμένη
στις ανάγκες, την συλλογικότητα και την
συνεργασία. Τα επόμενα χρόνια οι
συγκρούσεις θα επικεντρώνονται ολοένα
και περισσότερο στη διαπάλη για το ποια
αγαθά θα υπάγονται στη σφαίρα της
κρατικής οικονομίας, του ιδιωτικού
τομέα ή των "κοινών". Τα κοινωνικά
κινήματα πρέπει να συνειδητοποιήσουν
την ιστορική ευκαιρία και να κατευθύνουν
την επέκταση της σφαίρας των κοινών
οικοδομώντας μια νέα, βιώσιμη κοινωνία.
[1] Έλινορ Όστρομ, Η
διαχείριση των κοινών πόρων, Εκδόσεις
Καστανιώτη 2002.
Από το 10ο τεύχος της εργατικής εφημερίδας Δράση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου