Το ζήτημα “ρήξη ή
ενσωμάτωση” δεν είναι φυσικά ένα ζήτημα
που τέθηκε αποκλειστικά γύρω από το
θέμα της Συνεργατικής ή της Αλληλέγγυας
Οικονομίας, αντίθετα είναι ένα ζήτημα
που απασχολεί τα αντικαπιταλιστικά
πολιτικά ρεύματα και τα κοινωνικά
κινήματα από την στιγμή που άρχισαν να
αμφισβητούν ριζικά τον καπιταλισμό. Το
ζήτημα της “ρήξη ή ενσωμάτωση” δεν
έχει να κάνει με κάποιους “κανόνες”
με κάποια “μέτρα και σταθμά” που πρέπει
να πιστοποιηθούν για να τοποθετηθεί
ένα κίνημα, ένα κοινωνικό εγχείρημα,
ένας εργατικός αγώνας, ένα ρεύμα ιδεών
στην μια ή την άλλη όχθη. Αν αντιμετωπίσουμε
το ζήτημα “ρήξη ή ενσωμάτωση” με έναν
στατικό τρόπο σαν να είναι δύο σαφείς
διακριτοί πόλοι, δεν θα μπορέσουμε να
κατανοήσουμε πολλά πράγματα. Πρώτα και
κύρια γιατί το κεφάλαιο έχει δείξει
τόσο ισχυρούς μηχανισμούς ενσωμάτωσης
όλων των μορφών αμφισβήτησης του από
την μια, και από την άλλη γιατί παρ όλη
την τεράστια ιδεολογική ηγεμονία και
τα αστείρευτα μέσα κατασκευής συνέσεων
αλλά και πειθάρχησης/καταστολής, τα
σημεία ρήξης δεν σταματάνε ποτέ να
επανεμφανίζονται και να αμφισβητούν
τον καπιταλισμό.
Το ζήτημα “ρήξη ή
ενσωμάτωση” πρέπει να ιδωθεί σαν μια
διαρκή κίνηση των στρατηγικών που
επινοούν οι από κάτω απέναντι αλλά και
ενάντια στις επιλογές του κεφαλαίου
και ταυτόχρονα των στρατηγικών που
συγκροτεί το κεφάλαιο ώστε να ξανά
εγκολπώσει στις δικές του παραγωγικές
και κοινωνικές σχέσεις αφυδατώνοντας
το ριζοσπαστικά του χαρακτηριστικά.
Αυτές οι κινήσεις δεν έρχονται κατ’
ανάγκη σε μια μετωπική αντιπαράθεση με
ξεκάθαρα τα μέτωπα της σύγκρουσης αλλά
συνήθως αντιπαρατίθενται διασχίζοντας
η μια εγκάρσια την άλλη και προσπαθώντας
η μια να διαβρώσει των σκληρό αξιακό
(και άρα ανταγωνιστικό πυρήνα) της άλλης.
Αντιλαμβανόμαστε το ζήτημα “ρήξη ή
ενσωμάτωση” ως διαλεκτική αντίφαση
της κίνησης του κεφαλαίου και της άρνησης
του και όχι ως ένα δίπολο “καταστάσεων”
ως τις δύο όχθες του ταξικού ανταγωνισμού.
Και μόνο η ονοματόδοτηση
αυτού για το οποίο θέλουμε να μιλήσουμε
σήμερα με το όνομα “Συνεργατική &
Αλληλέγγυα Οικονομία” και όχι ως
“Κοινωνική Οικονομία” έχει ακριβώς
να κάνει μ” αυτήν την διαρκή σύγκρουσή
για την νοηματοδότηση αυτών των
παραγωγικών/οικονομικών πρακτικών, που
εν μέσω κρίσης συγκροτούν τμήματα των
από κάτω. Όχι μόνο ως μορφές οικονομικής
επιβίωσης ή απαντήσεις στην καταστροφική
διαδικασία υποτίμησης της εργασίας και
των νέων περιφράξεων των μέσων της
κοινωνικής αναπαραγωγής, αλλά και ως
μια προσπάθεια εξεύρεσης εκ νέου του
περιεχομένου της ανθρώπινης δραστηριότητας.
Προφανώς η Συνεργατική
& Αλληλέγγυα Οικονομία δεν μπορεί να
έχει από μόνη της των χαραχτήρα των
στρατηγικών που περιγράψαμε παραπάνω.
Αντίθετα είναι αναγκαίο να συναρθρωθεί
μια σειρά από άλλες μορφές, περιεχόμενα,
δομές, κινήματα, αντιστάσεις για να
ξεπεράσει τον απλό χαραχτήρα των
οικονομικών εγχειρημάτων και να
αποτελέσει μέρος της συνολικότερης
κίνησης των από κάτω που έρχεται σε ρήξη
με το κεφάλαιο.
Γιατί όμως η Συνεργατική
& Αλληλέγγυα Οικονομία μπορεί να είναι
μέρος αυτής της κίνησης πια είναι εκείνα
τα χαρακτηριστικά που της επιτρέπουν
να συναρθρώνεται με τις στρατηγικές
της ρήξης;
Αμφισβήτηση της
υποτίμησης της εργασίας. Η Σ&Α-Ο κατά
κύριο λόγο αποτελεί κομμάτι της
προσπάθειας των από κάτω να απαντήσουν
στην υποτίμηση της αξίας της εργατικής
δύναμης, βασικό συστατικό της στρατηγικής
του κεφαλαίου για την ανασυγκρότηση
της κερδοφορίας του. Σ” ένα περιβάλλον
που η ανεργία φτάνει το 30% και στην
νεολαία ξεπερνάει το 50% η δυνατότητα
εργατικών αγώνων για την υπεράσπιση
του μισθού και ενάντια στις απολύσεις
γίνεται όλο και πιο μικρή. Αυτός ο ταξικός
συσχετισμός αποτυπώνεται και στις
αλλαγές της εργατικής νομοθεσίας. Όταν
το ίδιο το κεφάλαιο αρνείται να αξιοποιήσει
την εργατική δύναμη ελπίζοντας ότι
αύριο θα το κάνει με ακόμα πιο συμφέροντες
όρους, η λύση της αυτοαξιοποίησης από
την μεριά εργαζομένων που βρίσκονται
στα αζήτητα, αποτελεί μια μορφή απάντησης.
Δεν είναι όμως απλά το θέμα “να βρούμε
ένα μεροκάματο χωρίς αφεντικό”. Οι
πρακτικές της αυτοαξιοποίησης, που
φυσικά δεν εξαντλούνται στα πλαίσια
της Σ&Α-Ο ανοίγουν ευρύτερα ζητήματα.
Καταρχάς βάζουν το θέμα αυτοαξιοποίησης
των ικανοτήτων παραγωγής αλλά και της
αυτοδιαχείρισης των μέσων παραγωγής,
όχι με γνώμονα στενά την οικονομική
βιωσιμότητα όσων συμμετέχουν στις
συνεργατικές κολεκτίβες, αλλά με ευρύτερα
κριτήρια που έχουν να κάνουν με το
περιεχόμενο και την ποιότητα της
παραγωγής, την σύνδεση της με κοινωνικές
ανάγκες, συμβιωτικές σχέσεις με το
περιβάλλον και την φύση κλπ. Αυτό δεν
σημαίνει ότι οι συνεργατικές κολεκτίβες
λειτουργούν εκτός αγοράς, αλλά μάλλον
στα όρια της.
Αμφισβήτηση της μισθωτής
εργασίας. Όχι της αμειβόμενης εργασίας,
αλλά της μισθωτής εργασίας, δηλαδή της
εργασίας που αμείβεται με βάση την αξία
της εργασίας- εμπόρευμα στα πλαίσια της
καπιταλιστικής σχέσης. Αντίθετα στα
πλαίσια της Σ&Α-Ο τα κριτήρια της
αμοιβής της εργασίας μπορεί να είναι
τελείως διαφορετικά από αυτά της αγοράς
και το βασικότερο να είναι αποτέλεσμα
της κοινής απόφασης της συνέλευσης των
μελών της κάθε κολεκτίβας. Σαν
χαρακτηριστικό παράδειγμά θα φέρουμε
τους εργάτες της Ζανόν που την στιγμή
που μπορούσαν αντί να αυξήσουν τις
αποδοχές τους αποφάσισαν να τους
διατηρήσουν στο ίδιο επίπεδο και να
εντάξουν στην κολεκτίβα τους νέα μέλη
από το κίνημα ανέργων και την γειτονία
βοηθώντας έτσι την σύσφιξη των σχέσεων
τους με τα κοινωνικά κινήματα. Οι
συμμετέχοντες σε μια συνεργατική
κολεκτίβα δεν είναι συνεταίροι όπως
πολλές φορές λέγεται, δεν εμφανίζεται
ο ένας απέναντι στον άλλο με βάση το
ποσοστό συμμετοχής στο αρχικό κεφάλαιο,
όπως σε μια επιχείρηση. Αντίθετα ο
καθένας από αυτούς συμμετέχει ισότιμα
στην συλλογική λήψη των αποφάσεων. Η
εργασία αμείβεται το ίδιο για όλους και
εκτός πολύ σπάνιων εξαιρέσεων δεν
υπάρχουν εργαζόμενοι που δεν είναι μέλη
της κολεκτίβας γιατί τότε θα είχαμε την
επανεισαγωγή της μισθωτής εργασίας.
Αμφισβήτηση των όρων
της κερδοφορίας. Ο βασικός στόχος της
Σ&Α-Ο δεν είναι η αύξηση της κερδοφορίας,
είναι από την μια η οικονομική επιβίωση
όσων συμμετέχουν σε αυτές αλλά και η
δυνατότητα όρων δημιουργίας μιας άλλου
τύπου παραγωγής όπου η σημασία του ΤΙ-
ΠΩΣ- ΓΙΑΤΙ παράγεται είναι εξίσου
σημαντική με τον πρώτο στόχο. Αυτό δεν
είναι μονάχα μια “ιδεολογικού τύπου”
τοποθέτηση, αλλά απορρέει από τον τοπικό
προσανατολισμό της Σ&Α-Ο και την άμεση
συσχέτιση της με της τοπικές κοινωνίες.
Τα κριτήρια της παραγωγής είναι λοιπών
πολύ πιο πολυδιάστατα σε σχέση με το
βασικό κριτήριο της κεφαλαιοκρατικής
παραγωγής. Ακόμα και σε σχέση με την
ίδια την εργασία πχ οι όροι ασφάλειας
& υγιεινής, η εντατικοποίηση της
εργασίας, το περιεχόμενο της κλπ αποτελούν
συλλογικά πεδία διαμόρφωσης.
Αμφισβήτηση του
διευθυντικού ρόλου στην παραγωγή. Ο
βασικός τρόπος ελέγχου της εργασίας
από το κεφάλαιο μέσα από μια σειρά μορφών
ιεραρχήσεων, απόσπασης του ελέγχου των
εργαζομένων πάνω στην παραγωγική
διαδικασία και την γνώση της είναι από
της βασικές στρατηγικές του κεφαλαίου
όχι μόνο για την πειθάρχηση των εργαζομένων
αλλά και τον έλεγχο πάνω στους ρυθμούς
εργασίας. Στην Σ&Α-Ο δεν σημαίνει ότι
αναγκαστικά καταργούνται οι συγκεκριμένες
δεξιότητες ή γνώσεις καταργούνται ή
δεν παίζουν ρόλο, δεν έχουν όμως
αποφασιστική σημασία στην λήψη των
αποφάσεων αφού αυτή αφορά όλα τα μέλη
της κολεκτίβας. Αντίθετα οι πρωσοπικές
δεξιότητες στα εγχειρήματα Σ.Α-Ο εν
αποτελούν πυλώνες του καπιταλιστικού
τρόπου αξιολόγησης της εργασίας -και
επομένως των φορέων τους- αλλά
συμπληρωματικά προς τη διαδικασία της
εσωτερικής αυτομόρφωσης εφόδια και
προυποθέσεις και ως εκ τούτου δεν
διασπούν αλλά συντείνουν προς τη συνοχή
της ομάδας, ιδωμένης ως οργανικό σύνολο
αλληλοτροφοδοτούμενων ικανοτήτων,
συνδιαμόφωσης στόχων, παραγωγής υλικών
αλλά και »άυλων » αποτελεσμάτων(όπως η
δημιουργία δεσμών, κουλτούρας και
συμβιωτικής συνθήκης)
Αμφισβήτηση του
εμπορευματικού χαραχτήρα της παραγωγής.
Χωρίς να ξεχνάμε ούτε στιγμή ότι η Σ&Α-Ο
λειτουργεί στα όρια αλλά μέσα στην
οικονομία της αγοράς, ακόμα και στην
βαθμό που έρχεται σε ρήξη μαζί της,
μπορεί να θέσει ζητήματα που αμφισβητούν
τον εμπορευματικό χαραχτήρα της
παραγωγής. Αυτή η αμφισβήτηση αφορά
τόσο το περιεχόμενο της παραγωγικής
διαδικασίας (παραγωγή με βάση της ανάγκες
των κοινωνιών) αλλά και την προσπάθεια
αναδιανομής ενός μέρους της παραγωγής
όχι στην αγορά ή μέσω της ανταλλαγής
αλλά μέσα από το πρίσμα της αναδιανομής
του κοινωνικού πλούτου, του χαρίσματος
& του δώρου, της συγκρότησης δεσμών
με κοινότητες και κινήματα.
Αμφισβήτηση της ανάπτυξης
και της μεγέθυνσης. Ο βασικός οικονομικός
στόχος της Σ&Α-Ο δεν είναι η αύξηση
του ποσοστού κέρδους, η μεγέθυνση του
επενδεδυμένου κεφαλαίου η συνεχόμενη
αύξηση της παραγωγής. Αυτό σημαίνει ότι
οι ρυθμοί παραγωγής μπορεί να επιβραδύνονται
από λόγους άσχετους με την ίδια την
παραγωγή πχ συμμετοχή στην υπεράσπιση
μια κατάληψης ή μιας απεργίας για να
ξαναφέρω το παράδειγμα της ΖΑΝΟΝ. Άλλοι
λόγοι μπορεί να έχουν να κάνουν με την
ηπιότητα των επιπτώσεων της παραγωγής
στο περιβάλλον. Επίσης το περίσσευμα
δεν αντιμετωπίζεται αναγκαστικά ως
κέρδος που πρέπει να ξαναπενδηθεί ή να
μετατραπεί σε μέρισμα, μέσα της αλληλεγγύης
και της στήριξης αναλόγων εγχειρημάτων
μπορεί να συντελέσει σε μια κοινωνική
αναδιανομή των πόρων.
Τα παραπάνω σημεία
είναι μερικά από τα σημεία που λειτουργούν
όχι ως λίστα κριτηρίων αλλά ως διαρκή
διακυβεύματα στα εγχειρήματα Σ&Α-Ο
που έχουν να κάνουν με το ζήτημα “ρήξη
ή ενσωμάτωση”. Οι πρακτικές απαντήσεις
που κάθε φορά δύνονται στα παραπάνω
σημεία καθορίζουν και την φυσιογνωμία
που αποκτούν ή στην οποία τείνουν τα
εγχειρήματα της Σ&Α-Ο. Τα παραπάνω
σημεία έχουν να κάνουν πιο πολύ με το
εσωτερικό των εγχειρημάτων. Δεν είναι
όμως τα μόνο υπάρχουν επίσης μια σειρά
από σημεία στα οποία διακυβεύεται η
φυσιογνωμία των εγχειρημάτων στο πάνω
στο ζήτημα “ρήξη ή ενσωμάτωση” που
έχουν να κάνουνε τις σχέσεις τους προς
εξωτερικούς παράγοντες.
Η αυτονομία από το
κράτος. Είναι ένα ίσως από τα πιο πολύπλοκα
ζητήματα στα οποία καλούνται να απαντήσουν
τα εγχειρήματα της Σ&Α-Ο. Είναι προφανές
ότι το Κράτος υπάρχει και παίζει
ρυθμιστικό ρόλο στην παραγωγή και την
αγορά, η ανοχή του απέναντι στην Σ&Α-Ο
εξαρτάται από τους πολιτικούς συσχετισμούς
και από το εάν αυτή περιορίζεται σε έναν
στενό παράλληλο ρόλο με την οικονομία
της αγοράς και δεν παίρνει μερίδιο στο
οποίο αποσκοπεί αυτή. Θα μπορούσε μάλιστα
να δει την Κοινωνική Οικονομία ως μορφή
ξεπεράσματος του Κοινωνικού Κράτους,
μεταθέτοντας τις υποχρεώσεις του σε
αυτή, με μικρότερο κόστος και λιγότερες
ευθύνες. Η δυνατότητα των εγχειρημάτων
Σ&Α-Ο εξαρτάτε σε μεγάλο βαθμό από την
διεκδίκηση απέναντι στο κράτος. Η
διεκδίκηση αυτή όμως πρέπει να έχει ως
προσανατολισμό την διαφύλαξη της
αυτονομίας και της ανεξαρτησίας απέναντι
στην προσπάθεια του κράτους να ελέγξει
θεσμικά, να εξαρτήσει χρηματοδοτικά
και να περιορίζει σε πολύ συγκεκριμένους
ρόλους την Κ&Α-Ο. Συγκεκριμένα οι
διεκδικήσεις απέναντι στο κράτος πρέπει
να κινούνται προς την κατεύθυνση του
ανοίγματος των δυνατοτήτων ώστε η Κ&Α-Ο
να είναι βιώσιμη με τους δικούς όρους
και όχι να εξαρτάται από αυτό. Για να το
κάνουμε πιο συγκεκριμένο είναι άλλο
πράγμα να διεκδικείς ειδικό φορολογικό
καθεστώς ή πρόσβαση σε έναν με ευνοϊκούς
όρους δανεισμό και είναι τελείως
διαφορετικό να διεκδικήσεις και εν τέλη
να εξαρτάσαι από προγράμματα επιδοτήσεων
τα μπορεί να μετατραπούν σε μηχανισμούς
ελέγχου αλλά και νέου τύπου πελατειακών
σχέσεων. Εδώ εμπειρία από την λειτουργία
των ΜΚΟ είναι πολύ αποκαλυπτική. Ειδικά,
αν λάβουμε υπόψιν μας τον περισσότερο
«οριζόντιο», «συμμετοχικό» και
«ενδυναμωτικό» χαρακτήρα των
νεοφιλελελύθερων μοντέλων διακυβέρνησης
και των αντίστοιχων
μεταρασιοναλιστικών συστημάτων
διαχείρισης, βλέπουμε πως το ζήτημα της
αμφισβήτησης του εκάστοτε θεσμικού
πλαισίου των δράσεων των εγχειρημάτων
της Σ&Α-Ο είναι απολύτως κομβικό. Αυτό
γιατί αυτά τα συστήματα διοίκησης ασκούν
την εξουσία μέσα από την κατασκευή του
κατάλληλου πλαισίου για τις δράσεις
των εξουσιαζόμενων και όχι μέσα από μια
άμεση υπαγόρευση του τί και του πώς
ακριβώς οφείλουν αυτοί να δράσουν.
Συνεπώς, η εγρήγορση των εγχειρημάτων
της Σ&Α-Ο ως προς το πως δομείται κάθε
φορά το πεδίο της μελλοντικής δράσης
τους, μέσα από νόμους και πράξεις του
διοικητικού μηχανισμού, ενδεχομένως
να αποτελεί και ένα κριτήριο για την
ικανότητα τους να υπονομέουν την
κυκλωτική δύναμη των μηχανισμών ελέγχου
της νεοφιλελεύθερης διακυβέρνησης
Η ανάδυση στον δημόσιο
χώρο. Το ότι η Σ&Α-Ο διεκδικεί την
αυτονομία της από το κράτος και δεν
αποδέχεται τον ρόλο του ως ελεγκτικό
μηχανισμό δεν σημαίνει ότι τα εγχειρήματα
της Σ&Α-Ο λειτουργούν αυτοαναφορικά
και σε μια σφαίρα εσωτερικής αυθαιρεσίας.
Αναδεικνύεται η ανάγκη δημιουργίας
μιας δημόσιας σφαίρας όπου αντικαθιστά
τον ελεγκτικό ρόλο του κράτους και τους
ρυθμιστικούς μηχανισμούς της αγοράς.
Σε αυτή την δημόσια σφαίρα και μέσα από
τις σχέσεις αμοιβαιότητας, εμπιστοσύνης,
διαλόγου και κριτικής τα συγκεκριμένα
εγχειρήματα βρίσκονται σε έναν διαρκή
κοινωνικό έλεγχο σε σχέση με την
λειτουργία τους, την ποιότητα των
προϊόντων τους, την συμβιωτική τους
σχέση με την φύση, την προσφορά τους στο
κοινωνικό σύνολο, την σύνδεση τους τ\με
τις κοινότητες και τα κινήματα.
Η συμπληρωματικότητα
με τις στρατηγικές της ρήξης. Όπως
αναφέραμε και στην αρχή η Σ&Α-Ο δεν
αποτελεί παρά μια από τις πολλαπλές
όψεις των στρατηγικών της ρήξης και για
να είναι όψη αυτών των στρατηγικών
πρέπει να είναι σε άμεση διασύνδεση και
συμπληρωματικότητα με τις υπόλοιπες
όψεις. Αυτές μπορεί να έχουν να κάνουν
με την αυτοαξιοποίηση των ικανοτήτων
και την αυτοδιαχείριση των μέσων/ πόρων
από εγχειρήματα/δομές που δεν εντάσσονται
στην σφαίρα της οικονομίας/παραγωγής
και της ανταλλαγής αλλά κυρίως στην
σφαίρα της ανα/παραγωγής του μοιράσματος
και της ανακτήσεις/δημιουργίας των
Κοινών, που συμβάλουν μέσω της αλληλεγγύης
στην ανασύσταση του κοινωνικού ιστού.
Μπορεί επίσης πρόκειται κινήματα που
μέσα από την συνεχή διεκδίκηση προωθούν
την διεύρυνση του κοινωνικού και
εργατικού ελέγχου πάνω τόσο στην
ιδιωτική παραγωγή όσο και στον κρατικό
τομέα. Είτε να είναι κινήματα που
προσπαθούν να θέσουν όρια στην καταστροφική
ανάπτυξη του κεφαλαίου (βλέπε νέες
περιφράξεις) ή να διευρύνουν την έννοια
και το περιεχόμενο των κοινών αγαθών,
μέσα από την συγκρότηση νέων μορφών
κοινοτήτων και σχέσεων.
Το βασικό και αυτό που
είναι στο επίκεντρο για το ζήτημα “ρήξη
ή ενσωμάτωση” είναι η συμπληρωματικότητα
της Σ&Α-Ο ως προς την κίνηση για την
διαρραγή του κυρίαρχου φαντασιακού
όπου ο καπιταλισμός παρουσιάζεται ως
“ο μόνος δυνατός κόσμος”, το οποίο
κυρίαρχο αυτό φαντασιακό έχει αποικίσει
ακόμα και τα πιο ριζοσπαστικά υποκείμενα
αμφισβήτησης και αντίστασης στον παλιό
κόσμο. Η βιωσιμότητα των κολλεκτίβων
δεν μπορεί να αξιολογείται με βάση το
ύψος των αμοιβών ή το απόθεματικό τους
αλλά ακριβώς στην ικανότητά τους
συναρθρούμενες με άλλου τύπου εγχειρήματα
να διασφαλίζουν πέρα των ελάχιστων
συμπεφωνημένων αποδοχών εκείνα τα
ποιοτικά χαρακτηριστικά που διαρρηγνύουν
το καπιταλιστικό φαντασιακό όχι σε
επίπεδο προταγματικό αλλά στην ίδια
την καθημερινότητα και στους υλικούς
όρους αναπαραγωγής των ανθρώπων.
Η εισήγηση της
εκδήλωσης «Συνεργατική & Αλληλέγγυα
Οικονομία: Ρήξη ή Ενσωμάτωση;» που
πραγματοποιήθηκε το Σάββατο 30/3 στο
Αυτόνομο Στέκι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου