κρίση
– εμπειρία – τάξη
Το
«Σύστημα» δεν είναι αρραγές. Η πολιτισμική
συνθήκη του υπαρκτού φιλελευθερισμού
δεν είναι ολοκληρωτική. Όπου υπάρχει
εξουσία υπάρχει και αντίσταση, πάντα
κάτι διαφεύγει των μηχανισμών
υποκειμενοποίησης, η αντίσταση είναι
εμμενής στην εξουσία (Foucault)·
υποκείμενό της δεν μπορεί παρά να
είναι οι ίδιοι οι καταπιεζόμενοι-εκμεταλλευόμενοι,
και όχι κάποιος που καθοδηγεί το βλέμμα
τους απ' έξω. Οι περισσότεροι
υποτελείς κραυγάζουμε ενάντια στο
Σύστημα που μας κλέβει τη ζωή και την
αξιοπρέπεια, αντιστεκόμαστε περισσότερο
ή λιγότερο «παραμορφωμένα», συνειδητά
ή ασυνείδητα (Holloway). Τα
υποκείμενα πάντα σκέφτονται και κρίνουν
όσα συμβαίνουν στους ίδιους και τον
κόσμο γύρω τους (δεν σκέφτονται μόνο οι
φιλόσοφοι και οι διανοούμενοι), ποτέ
δεν φτάνουν σε μια κατά Arendt
θεμελιώδη συνθήκη ακρισίας.
Η
πρόσληψη της εμπειρίας δεν είναι
μονόπλευρη, μονόμπαντη, αλλά γίνεται
μέσα από «πολύχρωμους» πολιτισμικούς
φακούς (π.χ. ένα υποκείμενο μπορεί να
αντιλαμβάνεται την τωρινή κατάσταση
στην ελλάδα και με τα μάτια του έθνους
που βάλλεται από εξωτερικούς εχθρούς,
ταυτόχρονα όμως δεν «γουστάρει» στρατό
- πειθαρχία - αυστηρή ιεραρχία).
Δεν είμαστε καθαρά
υποκείμενα. Όσο δεχόμαστε και όσο
διαιωνίζουμε αυτόν τον κόσμο, άλλο τόσο
τον αρνούμαστε. Είμαστε σε διαρκή
«πόλεμο» με τον ίδιο τον εαυτό μας, το
εσωτερικό μας ξεσκίζουν ο ταξικός ανταγωνισμός (η καπιταλιστική διαίρεση
πράττειν - πεπραγμένου), αντιφάσεις,
εντάσεις και παλινδρομήσεις. Έχουμε
αδήριτες ανάγκες, αλλά ταυτόχρονα έχουμε
επιθυμίες και όνειρα. Είμαστε «εν μέρει
υποκείμενα και εν μέρει αντικείμενα»
της ιστορίας, «εκούσιοι φορείς των ίδιων
των ακούσιων προσδιορισμών μας» (E.P.
Thompson), προβαίνουμε διαρκώς
σε «επιλογές κάτω από τρομακτική πίεση»
(Raymond Williams).
Εξάλλου,
δεν ζούμε όλοι στο ίδιο Τώρα. Μέσα στον
καθένα από εμάς υπάρχει ανολοκλήρωτο
και αλύτρωτο παρελθόν. Υπάρχει μια
πραγματικότητα στις ασύγχρονες αντιθέσεις
στο παρόν (επίκληση ενός «αρχαϊκού»,
«ρομαντικού» αντικαπιταλισμού, μιας
τάξης και μιας πληρότητας της παλιάς
παραδοσιακής κοινωνίας, εικόνες μιας
πιο ήσυχης εσώτερης φύσης, πρόσληψη της
κρίσης με όρους ανεστιότητας - ξεριζώματος
- απώλειας της αυτοδιάθεσης από κυρίαρχα
διευθυντήρια) που δεν σαρώνεται ούτε
υπάγεται πλήρως στη συγχρονική αντίθεση
στο παρόν (κομμουνιστικός ή/και αναρχικός
αντικαπιταλισμός και αντικρατισμός).
Άλλωστε, οι παράγοντες της ασύγχρονης
αντίθεσης, που από μόνοι τους είναι
ανίκανοι να ανατρέψουν τις τωρινές
συνθήκες, έχουν ήδη παρόλα αυτά ανακαλέσει,
συναισθηματικά ή ρομαντικά, αυτή την
πληρότητα και τη ζωντάνια από την οποία
ο κομμουνισμός αντλεί αυθεντικό υλικό
ενάντια στην αλλοτρίωση. Το ζήτημα είναι
να απαγκιστρώσουμε τα στοιχεία της
ασύγχρονης αντίθεσης που εχθρεύονται
τον καπιταλισμό και βρίσκονται χωρίς
στέγη μέσα σ΄αυτόν, και να τα κάνουμε
να λειτουργήσουν μέσα σε ένα διαφορετικό
πλαίσιο. Με άλλα λόγια, η γνήσια συγχρονική
αντίθεση πρέπει να αποσπάσει τις γνήσια
ασύγχρονες από την Αντίδραση. Ο φασισμός
εκμεταλλεύεται όλες τις ασύγχρονες
αντιθέσεις που εκδηλώνονται και γίνονται
αισθητές, και προφανώς το κάνει αυτό
εξαπατώντας τες (όλη η παραπάνω ανάλυση
για την έννοια του ασύγχρονου «ανήκει»
στον Ernst Bloch).
Ο
φασισμός ναι μεν σε ένα επίπεδο «πατάει»
σε μια πολιτική ορθολογικότητα και σε
μορφές εξουσίας που ήδη υπήρχαν, παροξύνει
την πολιτισμική λογική του φιλελεύθερου
καπιταλισμού (εμπορευματοποίηση,
ανταγωνισμός, εργαλειακότητα, φαινομενική
μεγαλοθυμία προς τις ετερότητες - στην
ουσία αποθέωση της ταυτότητας που οδηγεί
σε μια αντεστραμμένη ομοιομορφία και
ισοπέδωση της διαφορετικότητας κλπ),
ταυτόχρονα όμως σε ένα άλλο επίπεδο
συνιστά ενός είδους (αντεστραμμένη)
ρήξη μ' αυτήν, με την έννοια ότι ζητάει
από τα υποκείμενα πάθος, βία και ακτιβισμό
(και όχι ανέξοδο κυνισμό ούτε ουδετερότητα
της Αγοράς και του Δικαίου), στράτευση
σε ένα κοινό σκοπό (και όχι αδιαφορία
και απάθεια), θέληση για ισχύ (και όχι
τόσο για πλούτο), αλληλεγγύη από ομοιότητα
(και όχι αχαλίνωτο ατομισμό), κοινότητα
με αποκλεισμούς και διαχωρισμούς
εθνικούς, φυλετικούς και έμφυλους (και
όχι μοναχικά πλήθη). Συμπλέει με τα
βασικά χαρακτηριστικά της φιλελεύθερης
πολιτισμικής λογικής αλλά τα πολιτικοποιεί
με αντιδραστικό τρόπο (τα θέτει στην
υπηρεσία της Πολιτικής, τα μεταφέρει
στην κατά Carl Schmitt αυτονομία
και υπερίσχυση του πολιτικού) ή, αν το
διαβάσουμε ανάποδα, έρχεται σε φαινομενική
και ως ένα βαθμό πραγματική (έως εκεί
όπου μπορεί να την ενσωματώσει προς
όφελός του) ρήξη με αυτήν εστιάζοντας
σε ριζοσπαστικά-ρομαντικά-ουτοπικά
προτάγματα. Μόνο έτσι καταφέρνει να
«πιάσει» τα υποκείμενα, γιατί γνωρίζει
(και «παίζει» μ' αυτό) αφενός πώς έχουν
συγκροτηθεί ως εκείνη τη στιγμή (και
δεν το πολεμάει, «χαϊδεύει» δηλαδή τ'
αυτιά) και αφετέρου τι έχουν ανάγκη τα
υποκείμενα, τι λείπει από αυτά (η ουτοπία
αναφέρεται πάντα σ' αυτό που λείπει),
ακριβώς επειδή ζουν σε ένα κόσμο
απομαγευμένο, άψυχο και άχαρο.
Εκμεταλλεύεται, φενακίζει και εγκλωβίζει
τις ανάγκες, τα συναισθήματα, τις
αντιθέσεις στην καπιταλιστική οργάνωση
της κοινωνίας· προσανατολίζει
τους καταπιεζόμενους-εκμεταλλευόμενους
σε μια πολιτικοποίηση και μια αντίσταση
που ναι μεν διατηρεί το «Σύστημα» αλλά
το διατηρεί με μια άλλη μορφή, η οποία
έχει ενσωματώσει αντεστραμμένα τις
ανάγκες και τον ψυχισμό των από-κάτω.
Τούτων
δοθέντων ο φασισμός δεν είναι ούτε μόνο
κανονικό ούτε μόνο μοναδικό-εξαιρετικό
φαινόμενο. Όσο εντάσσεται σε μια
κανονικότητα άλλο τόσο συνιστά
μοναδικότητα-ιδιαιτερότητα. Αν τον
θεωρήσουμε αποκλειστικά κανονικό
φαινόμενο, κινδυνεύουμε να τον
σχετικοποιήσουμε και να τον υποτιμήσουμε,
να δυσκολευτούμε να τον πολεμήσουμε
γιατί η στρατηγική μας θα είναι παρωχημένη
(του τύπου «ένας είναι ο εχθρός, ο
ιμπεριαλισμός»). Από την άλλη, αν τον
θεωρήσουμε αποκλειστικά μοναδικό
φαινόμενο, κινδυνεύουμε να τον βγάλουμε
εκτός ιστορίας και να τον θεωρήσουμε
μεμονωμένο ιστορικό επεισόδιο που δεν
πρόκειται να επανεμφανιστεί (με άλλες
μορφές αλλά πάντα με στόχο την εξόντωση).
Ο φασισμός/ναζισμός είναι ο κένταυρος
του αρχαίου ελληνικού μύθου: το
ανθρωπόμορφο παιδί του Θεού Δία-Κυρίαρχου,
ο άρπαγας, υβριστής, αγροίκος και ασελγής
που δεν σέβεται τα όρια ούτε του ίδιου
του πατέρα-αφέντη· είναι
ο «αληταράς» γιος που όσο πάει κόντρα
στον Πατέρα του άλλο τόσο διαπνέεται
από τις ίδιες (κυριαρχικές) αρχές και
αξίες· είναι
το εγελιανό πεδίο απο-ταύτισης με το
Σύστημα, που το ίδιο το Σύστημα παράγει
σ' αυτή την κρίσιμη συγκυρία για να
μπορέσει να καταργηθεί και ταυτόχρονα
να διατηρηθεί με μιαν άλλη μορφή.
Πρέπει λοιπόν να
είμαστε σε θέση να βλέπουμε τόσο τις
συνέχειες όσο και τις ασυνέχειες-ρήξεις,
τις ομοιότητες όσο και τις διαφορές. Ο
φασισμός εμπεριέχει τόσο την επιθετικότητα
του Συστήματος όσο και τα στοιχεία
πιθανής διάλυσής του, αντανακλά τις
αντιφάσεις της ύστερης καπιταλιστικής
ανάπτυξης και ως εκ τούτου την ίδια της
την δυνατή αποσύνθεση (Ernst
Bloch). Όταν ένα καθεστώς
καταφεύγει στην ωμή βία, σημαίνει ότι
είναι αδύναμο (Spinoza)·
μπορεί να είναι πάνοπλο
και πανίσχυρο αλλά δεν παύει να είναι
ένας ενδεής ζητιάνος (Δρατζίδης -
badarts.gr). Η
λατρεία της ωμής ισχύος μπορεί να είναι
αδίστακτη αλλά έχει κοντά ποδάρια·
κανένα καθεστώς στην
ιστορία δεν άντεξε στο χρόνο χωρίς
κάποιου τύπου συναινέσεις («δεν μπορείς
να κυβερνάς με ξιφολόγχες» έγραψε κάποτε
ο Μακιαβέλι συμβουλεύοντας τους
ηγεμόνες).
Οφείλουμε
ως εκ τούτων να βγούμε από το δίπολο
αισιοδοξία - απαισιοδοξία·
η αισιοδοξία μας
αποπροσανατολίζει και μας καθησυχάζει,
η απαισιοδοξία μας παραλύει και μας
εγκλωβίζει. Ούτε ο ενεργητικός πεσσιμισμός
είναι η λύση, γιατί η ενεργητικότητα
και η δύναμη χάνεται μες στον πεσσιμισσό·
ο τελευταίος είναι πιο
ισχυρός, αυτός θέτει τους όρους, και
απορροφά τον άλλο πόλο (κατά μία έννοια
είναι το αντίστοιχο του διπόλου
κόμμα-κίνημα· το
κόμμα πάντα απορροφά το κίνημα, το
ακυρώνει ενσωματώνοντάς το). Ας μελετάμε
το συγκεκριμένο, ας διαλεκτικοποιούμε
τις αντιφάσεις, ας βλέπουμε την ιστορική
αιτιότητα και αναγκαιότητα χωρίς
τελεολογία, την ενδεχομενικότητα σε
διαλεκτική ένταση με τους
καθορισμούς-προσδιορισμούς. Ας μην
πέφτουμε στην παγίδα ενός πολύ αυστηρού
ντετερμινισμού (σχεδόν απόλυτη κυριαρχία
των δομών πάνω στα υποκείμενα) και μιας
ταυτόχρονης «πολλής» ενδεχομενικότητας
(όλα είναι
απόλυτα ανοιχτά και επαφίονται
αποκλειστικά στη δική μας δράση), ενός
πολύ αφηρημένου, θεωρητικού (που δεν
συνδιαλέγεται με τη συγκεκριμένη
ιστορική πραγματικότητα) καθορισμού
και μιας ταυτόχρονης «όχι αρκετής»
ιστορικής αιτιότητας (Meiksins-Wood).
Οι κοινωνικές σχέσεις
είναι δομημένες, οι καθορισμοί είναι
πάντα εκεί, η εμπειρία είναι δομημένη
και παίζει καθοριστικό ρόλο, αλλά ακριβώς
επειδή όλα τα παραπάνω έχουν καταβολές
στην εμπρόθετη δράση, διαμορφώνονται
και ως ένα σημείο αλλάζουν από την
ανθρώπινη παρέμβαση.
Εξάλλου,
δεν τίθεται ζήτημα μετατόπισης της
σύγκρουσης στο αξιακό-πολιτισμικό
πεδίο, διότι η σύγκρουση με βάση τους
υλικούς όρους είναι ήδη και σύγκρουση
σε επίπεδο κουλτούρας, είναι ήδη
πολιτισμική σύγκρουση και το αντίστροφο.
Δεν προηγείται κάτι έναντι του άλλου,
ούτε έχει μεγαλύτερη αξία στην μάχη των
δυνάμεων της ζωής ενάντια στη μηχανή
καταστροφής και θανάτου. Απαιτείται
άρα μια αντίληψη για το «οικονομικό»,
όχι ως μια «τοπικά» ξεχωριστή σφαίρα,
η οποία είναι κατά κάποιο τρόπο «υλική»
σε αντιπαράθεση με την «κοινωνική»,
αλλά μάλλον ως καθαυτή μη αναγώγιμα
κοινωνική (Meiksins-Wood),
μια
αντίληψη για το «υλικό» ως αποτελούμενο
από κοινωνικές σχέσεις και πρακτικές,
αξιακά συστήματα και τρόπους σκέψης,
μορφές ηθικότητας και ιδέες, θεσμούς
και νόρμες που υπαγορεύονται από κοινού
και δεν επιβάλλονται «από τα πάνω», με
μια λέξη κουλτούρα.
Με τα λόγια του ίδιου του
E.P. Thompson
(στο έργο του οποίου αναφέρεται η
Meiksins-Wood):
«υπάρχει μια οικονομική λογική και μια
ηθική λογική και είναι μάταιο να
επιχειρηματολογήσουμε για το σε ποια
δίνουμε την πρωτοκαθεδρία, αφού είναι
διαφορετικές εκφράσεις του ίδιου “πυρήνα
ανθρώπινων σχέσεων”», ο οποίος είναι
ενσωματωμένος στον τρόπο παραγωγής και
επιβάλλει τη λογική του σε κάθε «επίπεδο»
της κοινωνίας.
Αυτή
την μονιστική αντίληψη πρέπει να τη
διατηρήσουμε και να την ενισχύσουμε,
ειδικά σήμερα που η πολυδιάστατη κρίση
συνιστά (εν μέρει) τομή στη ζωή στο δυτικό
(και όχι μόνο) κόσμο αφού πιέζει στο όριο
της ασφυξίας τους εκμεταλλευόμενους-καταπιεζόμενους
και δημιουργεί την αναγκαία συνθήκη
για την αποκρυστάλλωση των υποκειμενικών
μορφών που εδώ και χρόνια προσπαθεί,
όχι χωρίς αντιστάσεις, να επιβάλει ο
Κυρίαρχος: τον χρεωμένο και νεόπτωχο
που νιώθει ένοχος για την κατάστασή του
και για να επιβιώσει αναγκάζεται να
πουλήσει όλη τη ζωή του, τον διαμεσολαβημένο
από τα μήντια που είναι φτωχός σε βίωμα
και εμπειρία αφού η προσοχή του είναι
διαρκώς απορροφημένη, τον φοβισμένο
(φόβος για τους επικίνδυνους άλλους και
για άγνωστες απειλές) που υπόκειται στο
καθεστώς ασφάλειας, ελέχχου και επιτήρησης
και στη διαρκή κατάσταση εξαίρεσης και
τον αντιπροσωπευόμενο που εκχωρεί τη
δύναμή του στους αντιπροσώπους και δεν
διαθέτει καμία δυνατότητα αποτελεσματικής
πολιτικής δράσης (Hardt-Negri).
Το πραγματικό και άμεσο
ζήτημα που τίθεται είναι οι τρόποι με
τους οποίους οι εκμεταλλευόμενοι-καταπιεζόμενοι
θα βιώσουν αυτήν την αδίστακτη επίθεση
που δέχονται από τον Κυρίαρχο. Με τα
λόγια του E.P. Thompson:
«Η εμπειρία προκύπτει
από το κοινωνικό Είναι αυτομάτως, αλλά
όχι χωρίς να μεσολαβεί η σκέψη: προκύπτει
επειδή οι άνδρες και οι γυναίκες (και
όχι μόνο οι φιλόσοφοι) είναι όντα λογικά
και σκέφτονται όσα συμβαίνουν στους
ίδιους και στον κόσμο τους... Στο πλαίσιο
του κοινωνικού είναι σημειώνονται
μεταβολές, οι οποίες προκαλούν αλλαγή
της εμπειρίας (και αυτή η εμπειρία είναι
καθοριστική, με την έννοια πως ασκεί
πιέσεις στην κοινωνική συνείδηση που
υπάρχει ως εκείνη τη στιγμή) και προτείνουν
νέα ερωτήματα... Η τάξη συμβαίνει όταν
ορισμένα πρόσωπα, εξαιτίας επίκοινων
εμπειριών (είτε κληρονομημένων είτε
από κοινού βιωμένων), αισθάνονται και
αρθρώνουν την ταυτότητα των συμφερόντων
τους, τόσο μεταξύ τους όσο και απέναντι
σε άλλα πρόσωπα, τα συμφέροντα των οποίων
διαφέρουν από τα δικά τους (και συνήθως
είναι αντίθετα). Την εμπειρία της τάξης
καθορίζουν εν πολλοίς οι παραγωγικές
σχέσεις στις οποίες οι άνθρωποι
γεννιούνται – ή εισέρχονται παρά τη
θέλησή τους. Η ταξική συνείδηση είναι
ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιούν
αυτές τις εμπειρίες με όρους πολιτισμικούς:
πώς τις ενσωματώνουν σε παραδόσεις,
αξιακά συστήματα, ιδέες και θεσμικές
μορφές».
Συνεπώς,
για να συγκροτηθεί η τάξη δεν αρκεί από
μόνη της η ταυτότητα (οικονομικών -
υλικών) συμφερόντων ούτε από μόνα τους
η διαφορετική κουλτούρα και αξιακό
σύστημα. Απαιτείται μια διαλεκτική
ανάπτυξη και συνομιλία και των δύο
διαδικασιών ταυτόχρονα, που στην ουσία
είναι μία, ενιαία και αδιαίρετη (πρόκειται
για δυο όψεις του ίδιου νομίσματος). Ο
άνεργος, ο επισφαλής και ο φτωχοποιημένος
εργάτης/υπάλληλος ή ο χρεωμένος/χρεωκοπημένος
«μικροαστός» που στερούνται τα υλικά
μέσα διαβίωσής τους ή/και αναγκάζονται
να δουλεύουν κάτω από τους χειρότερους
όρους δεν μπορούν να ενδιαφερθούν
καταρχάς για το περιεχόμενο της έννοιας
του πλούτου, δεν μπορούν να θέσουν ως
αποκλειστική στρατηγική τους τη μονομερή
έξοδο από την καπιταλιστική κόλαση.
Μπορούν όμως να ενδιαφερθούν, να
αγωνιστούν και να πολεμήσουν για την
αναδιανομή ενός διαφορετικά αξιακά
φορτισμένου πλούτου, για την αποκατάσταση
της ζωής και της αξιοπρέπειάς τους που
προφανώς περνά μέσα από την αύξηση του
πενιχρού μισθού, τη μείωση του χρόνου
εργασίας, τη μείωση της δυσβάσταχτης
φορολογίας, τη μείωση του υπερδιογκωμένου
τιμολογίου της ΔΕΗ κλπ. όσο περνά και
μέσα από την αλλαγή του τρόπου σκέψης
και μια πνευματική επανάσταση, από την
υιοθέτηση διαφορετικών αξιών - σχέσεων
- πρακτικών στην καθημερινότητα κλπ.·
χώρια τα πολιτικά
συναισθήματα που γεννιούνται
(κοινωνικότητα, χαρά, ασφάλεια, ελπίδα
κ.α.) όταν οι ανάγκες και οι επιθυμίες
συλλογικοποιούνται και ενώνονται με
τον χείμαρρο του κοινωνικού πολέμου
κατά τη διάρκεια μιας διεκδίκησης, ενός
αγώνα, μιας σύγκρουσης με τα αφεντικά
και το κράτος.
λάμπε ρατ
κριτικό
σχόλιο στο κείμενο «φιλελευθερισμός -
ολοκληρωτισμός: μια ανομολόγητη σχέση»
που δημοσιεύτηκε
στο http://dokimh.espivblogs.net/?p=197
στο http://dokimh.espivblogs.net/?p=197