Του
ΓΙΩΡΓΟΥ ΛΙΟΔΑΚΗ*
Καθώς
η βαθύτερη μέχρι σήμερα κρίση και ύφεση
του καπιταλισμού, που βρίσκεται σε
εξέλιξη, έχει οδηγήσει σε μια ανείπωτη
εξαθλίωση και έναν εκβαρβαρισμό της
κοινωνίας σε διεθνές επίπεδο, και έχει
φτάσει στα άκρα τις καταστροφικές
επιπτώσεις του συστήματος πάνω στο
οικοσύστημα, γίνεται πλέον σαφές ότι
οι φορείς του κεφαλαίου και οι θιασώτες
του καπιταλισμού βιάστηκαν να
θριαμβολογήσουν για την πλανητική
κυριαρχία του κεφαλαίου και το «τέλος
της ιστορίας».
Αποδεικνύεται
πλέον στην πράξη, αλλά και από μια πληθώρα
αναλύσεων, ότι η αγορά δεν μπορεί να
διασφαλίσει την άριστη κατανομή των
πλουτοπαραγωγικών πόρων, ούτε την
ουσιαστική ελευθερία επιλογών για τους
πολίτες, και ο καπιταλιστικός τρόπος
παραγωγής δεν μπορεί (πλέον) να διασφαλίσει
την κοινωνική ευημερία και την αρμονική
συμβίωση μέσα στη φύση. Η κρίση και τα
πολλαπλά αδιέξοδα του καπιταλισμού
μαρτυρούν πλέον ότι το σύστημα αυτό δεν
είναι οικονομικά, κοινωνικά και οικολογικά
βιώσιμο. Αν και κανείς δεν μπορεί να
αποκλείσει το ενδεχόμενο μιας οικονομικής
ανάκαμψης, που αναπόφευκτα θα είναι σε
βάρος του ανθρώπου και της φύσης, μπορούμε
ωστόσο να υπογραμμίσουμε την προφανή
αποτυχία του συστήματος να διασφαλίσει
τις συνθήκες μιας ουσιαστικά βιώσιμης
ανάπτυξης. Αν, αντίθετα, κάποιοι (το
κεφάλαιο και οι ιδεολογικοί του εκφραστές)
θεωρούν ότι το σύστημα αυτό είναι
βιώσιμο, δεν έχουν παρά να το αποδείξουν,
αναλαμβάνοντας οι ίδιοι έμπρακτα το
πλήρες κόστος της κρίσης και της
ανάκαμψης.
Η
χώρα μας, έχοντας εγκλωβιστεί σε ένα
φαύλο κύκλο υπερχρέωσης και οικονομικής
ύφεσης, αποτελεί ακραίο παράδειγμα των
καταστροφικών επιπτώσεων της κρίσης.
Η κυβέρνηση του αστικού μπλοκ εξουσίας,
εκφράζοντας τα συμφέροντα του διεθνικού
χρηματιστικού κεφαλαίου, επιχειρεί
μάταια να διαχειριστεί το πρόβλημα,
αναζητώντας οικονομική διέξοδο μέσω
μιας ληστρικής και καταστροφικής
αφαίμαξης, όχι μόνο των εργαζομένων,
αλλά και των πολύτιμων πλουτοπαραγωγικών
πόρων που διαθέτει η χώρα («γη και ύδωρ»,
ήλιο και αέρα).
Και
ενώ, μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, γίνεται
σαφές ότι η κοινωνία (διεθνώς) θα πρέπει
να επανεξετάσει εκ βάθρων το ζήτημα της
κοινωνικής οργάνωσης, με ό, τι αυτό
περιλαμβάνει (στόχους, μορφές οργάνωσης,
κίνητρα, θεσμούς), η μυωπική οπτική του
κεφαλαίου που επιβάλλεται ως κυρίαρχη
ιδεολογία εξακολουθεί να ωθεί τους
κυρίαρχους κύκλους στις ίδιες παλιές
συνταγές που οδήγησαν στα σημερινά
κρισιακά αδιέξοδα. Παρεμποδίζεται
παντοιοτρόπως ο αναγκαίος επαναστατικός
μετασχηματισμός της κοινωνίας σε μια
κομμουνιστική κατεύθυνση, ώστε να
αναδιοργανωθεί πάνω στη βάση αρχών
συνεργασίας και αλληλεγγύης και με
στόχο την ικανοποίηση των πραγματικών
κοινωνικών αναγκών, ενώ προωθούνται
αναδιαρθρώσεις σε όλα τα επίπεδα που
στοχεύουν σε μια αύξηση της
ανταγωνιστικότητας. Αλλά κάτι τέτοιο
στην καλύτερη περίπτωση θα μπορούσε να
διασφαλίσει την επιβίωση μιας μεμονωμένης
μονάδας (ή μερίδας) του κεφαλαίου, όχι
όμως και τη συνολική ανάκαμψη της
οικονομίας και το ξεπέρασμα της κρίσης.
Και ας σημειωθεί εδώ ότι η λογική του
ανταγωνισμού μπορεί εύκολα να παραπέμψει
και σε έναν ανταγωνισμό με άλλα (μη
οικονομικά) μέσα. Ταυτόχρονα, επιβάλλονται
μεταρρυθμίσεις που συρρικνώνουν τη
σφαίρα των κοινών (δημόσιων) πόρων και
αγαθών για να προωθηθούν οι ιδιωτικοποιήσεις
και να δημιουργηθεί ένα ευρύτερο πεδίο
στις ανεξέλεγκτες δυνάμεις της αγοράς
οι οποίες έχουν οδηγήσει στη σημερινή
καταστροφή. Τη στιγμή που θα πρέπει να
είναι πλέον αντιληπτό ότι, είναι κοινωνικά
απαράδεκτο να επιτρέπεται σε αδίστακτους
τοκογλύφους, σε ανεξέλεγκτους κερδοσκόπους,
στις «αγορές» (που αποκτούν πλέον μια
φαντασιακή υπόσταση, ως ιπτάμενα ίσως
ζόμπι, για να αποκρύψουν τους πραγματικούς
κερδοσκόπους!) και σε ιδιωτικούς «οίκους
πιστωτικής αξιολόγησης» να στερούν το
ψωμί από το τραπέζι της εργατικής
οικογένειας, να οδηγούν ολόκληρες
οικονομίες σε χρεωκοπία και την πλειοψηφία
του πληθυσμού σε τεράστια αβεβαιότητα
και απόγνωση. Και είναι πλέον επίσης
σαφές ότι δεν πρέπει να επιτραπεί η
παραπέρα υπονόμευση και καταστροφή του
οικοσυστήματος από τις ανεξέλεγκτες
δυνάμεις της αγοράς και του κέρδους.
Στη
χώρα μας, η κυβέρνηση του αστικού μπλοκ
εξουσίας, ακολουθώντας τις διεθνείς
προσταγές του κεφαλαίου και χωρίς καμιά
ουσιαστική κοινωνική νομιμοποίηση,
προχωρά, παρά τις αντιστάσεις, σε μια
εντεινόμενη λιτότητα και αφαίμαξη σε
βάρος των εργαζομένων, και σε διατεταγμένες,
ακόμα πιο καταστροφικές μεταρρυθμίσεις.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο νέος νόμος
(4009/2011) για τα πανεπιστήμια, τα οποία
αντιμετωπίζονται, όχι ως φωτεινός
σηματοδότης των κοινωνικών εξελίξεων
και των αναγκαίων αλλαγών, αλλά ως πεδίο
επιχειρηματικού πειραματισμού και
κεφαλαιακής συσσώρευσης. Ενώ οι δυνάμεις
της αγοράς έχουν καταφανώς χρεοκοπήσει
και έχουν τη βασική ευθύνη για τη σημερινή
κατάσταση, ο νέος νόμος επιχειρεί να
εισαγάγει στα πανεπιστήμια, όπως-όπως,
όχι μόνο τα αγοραία (ιδιωτικο-οικονομικά)
κριτήρια, αλλά και τους παράγοντες τις
αγοράς, για να ξεχαρβαλώσει τελικά και
να παραδώσει τα πανεπιστήμια βορά στο
ιδιωτικό κεφάλαιο. Η δημόσια παιδεία
και το δημόσιο πανεπιστήμιο αντιμετωπίζουν
μια θανάσιμη απειλή!
Ο
κυβερνητικός/εργοδοτικός συνδικαλισμός,
και στην περίπτωση αυτή και γενικότερα,
παίζει ένα ρόλο υποστηρικτικό στην
επιβολή της ολέθριας αυτής πολιτικής,
και οι εργαζόμενοι θα πρέπει να γυρίσουν
τις πλάτες στους φορείς αυτών των
μηχανισμών και να πολεμήσουν τέτοιες
πρακτικές.
Τα
ΜΜΕ αποτελούν έναν ακόμα πιο σημαντικό
μηχανισμό επιβολής της κυρίαρχης
πολιτικής. Ένα κρίσιμο μηχανισμό
διαχείρισης της πληροφορίας, προώθησης
των κυρίαρχων επιλογών και συμφερόντων,
συσκότισης των αιτίων της σημερινής
κατάστασης, διαμόρφωσης της κοινής
γνώμης, και χειρισμού του υποκειμενικού
παράγοντα (των προσδοκιών) που, σε μια
χαώδη καπιταλιστική οικονομία, ορισμένοι
θεωρούν ότι έχει έναν απόλυτα καθοριστικό
ρόλο. Ως τέτοια, είναι ανεπίτρεπτο πλέον
να λειτουργούν με τον αποκλειστικό
έλεγχο ορισμένων κρατικών ή ιδιωτικών
φορέων, με καριερίστες δημοσιογράφους,
και όχι κάτω από έναν άμεσο κοινωνικό
έλεγχο.
Μέσα
στον ορυμαγδό αυτών των εξελίξεων, των
καταθλιπτικών επιπτώσεων της κρίσης,
και την πολυπλοκότητα των κοινωνικών
αντιθέσεων και της ταξικής πάλης,
αναδεικνύεται μια ευρεία γκάμα επιλογών,
προτάσεων διεξόδου, και πολιτικών
προοπτικών. Από τη μια μεριά, οι δυνάμεις
του διεθνικού κεφαλαίου προσπαθούν, με
σχεδόν ομοιόμορφο τρόπο και παντού, να
επιβάλλουν την ίδια χρεοκοπημένη συνταγή
ως φάρμακο για την ασθένεια που η ίδια
δημιούργησε. Από την άλλη μεριά, η
κυρίαρχη ιδεολογία εμφανίζεται πανίσχυρη
στη συσκότιση του πραγματικού προβλήματος.
Και το ζήτημα που αντιμετωπίζουμε
σήμερα, πέρα από εθνικά σύνορα, είναι
πρωτίστως κοινωνικό, ζήτημα δηλαδή
κοινωνικής οργάνωσης. Η ανεπαρκής
συνειδητοποίηση αυτού του γεγονότος
οδηγεί σε μια σειρά παραπλανητικές
προτάσεις και πολιτικές επιλογές. Τα
διεθνή κέντρα του κεφαλαίου, για
παράδειγμα, στοχοποιούν την Ελλάδα ή
τη μετατρέπουν σε μαύρο πρόβατο της
Ευρωζώνης. Αντίθετα, η κατάσταση αυτή
οδηγεί ορισμένους στο εσωτερικό σε
διάφορα συνομοσιολογικά σενάρια ενάντια
στο «ξένο κεφάλαιο» ή τον «εξωτερικό
παράγοντα». Κάποιοι φαντάζονται μάταια
ότι η αναμόρφωση των θεσμών της ΕΕ, και
όχι η αποδέσμευση και η διάλυσή της, θα
μας έδινε λύση στο πρόβλημα. Άλλοι
θεωρούν ότι οι εκλογές θα μπορούσαν να
δώσουν μια ουσιαστική διέξοδο, αλλά
παραβλέπουν το γεγονός ότι ο ίδιος ο
κοινοβουλευτισμός αποτελεί ένα
σημαντικότατο μέρος, και όχι τη λύση,
του προβλήματος.
Μέσα
στις κρίσιμες σημερινές συνθήκες,
αρκετοί είναι εκείνοι που θεωρούν, με
τον ένα ή άλλο τρόπο, ότι το πρώτιστο
σήμερα είναι η σωτηρία της χώρας (της
πατρίδας), και δεν είναι τυχαίο που
τελευταία εμφανίζονται συχνά διάφορα
(δεξιά και αριστερά) εθνικά, λαϊκά, ή
παλλαϊκά μέτωπα, και προτείνεται η
οργάνωση και ανάπτυξη ενός νέου ΕΑΜ για
την αντιμετώπιση του προβλήματος που
αντιμετωπίζει η χώρα. Αλλά δεν θα πρέπει
να μας διαφεύγει ότι, και οι μνημονιακές
πολιτικές βάρβαρης λιτότητας που
ακολουθήθηκαν το προηγούμενο διάστημα,
εφαρμόστηκαν με την επίκληση της ανάγκης
σωτηρίας της πατρίδας. Στη σημερινή
συγκυρία, η εθνικο-πατριωτική ρητορεία
και ο (δεξιός και αριστερός) λαϊκισμός
βρίσκονται σε έξαρση, αλλά από τη μεριά
τουλάχιστον της Αριστεράς και του
εργατικού κινήματος θα πρέπει να
αποφευχθούν τέτοιες πλειοδοσίες και
να αντιμετωπιστεί το ζήτημα με μεγαλύτερη
περίσκεψη. Χωρίς να υποτιμούμε το εθνικό
στοιχείο, θα πρέπει να υπογραμμίσουμε
ότι η υποταγή του ταξικού στο εθνικό
συνιστά μια επικίνδυνη επιλογή. Αρκεί
εδώ να θυμηθούμε ότι, μια τακτική ταξικής
συνδιαλλαγής οδήγησε τους πολιτικούς
φορείς της Αριστεράς σε μια καταστροφική
εμπλοκή στους ιμπεριαλιστικούς πολέμους
των αρχών του 20ού
αιώνα. Στη χώρα μας, παρά τις ανεκτίμητες
θυσίες και την πολύτιμη εμπειρία που
προσέφερε το ΕΑΜ, λόγω ακριβώς των
στοχεύσεων και της φυσιογνωμίας του,
οδήγησε τελικά, με βασική ευθύνη ορισμένων
πολιτικών φορέων, στην ολέθρια Συμφωνία
της Βάρκιζας.
Αν
χρειάζεται ένα μέτωπο για την αντιμετώπιση
της λαίλαπας του κεφαλαίου, αυτό δεν
μπορεί παρά να είναι το μέτωπο της
εργατικής τάξης που οργανώνεται αργά,
αλλά σταθερά, με στόχο την αντεπίθεση
και την κοινωνική απελευθέρωση. Και απ’
αυτή τη σκοπιά, είναι προτιμότερα τα
αργά αλλά σίγουρα βήματα από το να κάνεις
δύο βήματα μπροστά για να αναγκαστείς
στη συνέχεια να κάνεις τρία βήματα πίσω.
Αλλά όταν, «ποτάμι φουσκωμένο, η οργή
του λαού» κυλήσει πάνω από τα συντρίμμια
του καπιταλισμού, θα σαρώσει, όχι μόνο
τις κοινωνικοπολιτικές δομές του
συστήματος, αλλά και όλες τις μικρές
και μεγάλες γραφειοκρατίες, όλους τους
φωνακλάδες και δημαγωγούς, όλους τους
πατριδοκάπηλους και τους αυτόκλητους
εθνοσωτήρες, και όλες τις αυτόκλητες
κομματικές «πρωτοπορίες».
Όλοι
εμείς που είμαστε και αισθανόμαστε
κομμάτι αναπόσπαστο της εργατικής
τάξης, και όχι κάποιας ελιτίστικης
πρωτοπορίας, δεν έχουμε πάρα, με τη
δουλειά ίσως του μυρμηγκιού, με τις
μικρές ή μεγαλύτερες δυνάμεις μας, να
συμβάλουμε στη μελέτη και την κατανόηση
της σημερινής κατάστασης, στην ενοποίηση
των δυνάμεων της εργατικής τάξης, και
στην «από τα κάτω» κινητοποίηση της για
τη ριζική αλλαγή της υπάρχουσας τάξης
πραγμάτων.
*Καθηγητής
πολιτικής οικονομίας στο Πολυτεχνείο
Κρήτης