του Ν.Π., εργαζόμενου
στη βιομηχανική ζώνη Θριάσιου
Αυτό που παρουσιάζει
το εργατικό κίνημα ως απάντηση στην
επίθεση που δέχεται είναι ανεπαρκές,
δεν μπορεί να μας διασφαλίσει ούτε την
ελάχιστη νικηφόρα πορεία, και ως εκ
τούτου οι άμεσα εμπλεκόμενοι φέρουν
την ευθύνη της κατάστασης αυτής, αλλά
και της προσπάθειας αναζήτησης μιας
άλλης προοπτικής που θα βάλει τέλος
στην προσαρμογή και στον εθισμό στο
υπάρχον σύστημα, ώστε να επιχειρηθεί η
ανατροπή του.
Είναι η αδυναμία της
εργατικής τάξης να παίξει ρόλο
επαναστατικού υποκειμένου που, παρά το
γεγονός ότι λόγω της κρίσης διευρύνει
τα ποσοστά της στην ταξική διαστρωμάτωση
της κοινωνίας, προτιμά να ζει γονατισμένη
σε σχέση υποτέλειας με το κεφάλαιο και
στην πλήρη δικαιοδοσία του. Όταν
αποφασίζει να πάρει μέρος στον ταξικό
αγώνα, προσδιορίζεται από την ανάγκη
αναπαραγωγής της ως τάξη του κεφαλαίου,
ως τάξη αναγκαία για την αναπαραγωγή
της εκμεταλλευτικής σχέσης. Δυσκολεύεται
να συνδυάσει τον αγώνα για υπεράσπιση
της ζωής με την κοινωνική αναγκαιότητα
για κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου
από άνθρωπο, να του δώσει δηλαδή
αντικαπιταλιστικό περιεχόμενο.
Όμως, έτσι όπως εξελίσσεται
η κρίση, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε
την ύπαρξη νέων δυνατοτήτων για τη
διεξαγωγή του προλεταριακού αγώνα στη
χώρα μας και διεθνώς. Ειδικά σήμερα που
λόγω κρίσης χάνουμε τα πάντα και όταν
δεν θα έχουμε να υπερασπιστούμε πια
κανένα ιδιαίτερο συμφέρον, θα γίνεται
όλο και πιο εφικτό το να διαθέτουμε τα
πάντα στα πλαίσια μιας διαμορφούμενης
επαναστατικής συνείδησης. Μιας συνείδησης
που είναι αδύνατον να διαμορφωθεί μέσα
στα όρια του υπάρχοντος συνδικαλιστικού
κινήματος, για το λόγο ότι αυτό το κίνημα
έδρασε στο παρελθόν ως ρυθμιστής των
σχέσεων μεταξύ κοινωνικών εταίρων και
όχι ως καταλύτης στην παρεμπόδιση της
αξιοποίησης του κεφαλαίου στην παραγωγή
με όρους εκμετάλλευσης των εργαζομένων.
Μέσα από το πλαίσιο
αιτημάτων του συμβιβασμένου συνδικαλιστικού
κινήματος οδηγούμαστε στην επιλογή να
διεκδικούμε την ανάπτυξη της καπιταλιστικής
οικονομίας για το ξεπέρασμα της κρίσης
και όχι την κατάρρευσή της. Για παράδειγμα,
διεκδικούμε δουλειά και όχι ανεργία,
αντί για μείωση του χρόνου εργασίας για
να προκύψει εργασία για όλους.
Η συνδικαλιστική ηγεσία
όλων των βαθμίδων (και της α΄θμιας), έχει
αποδεχθεί πλήρως τα αποτελέσματα της
αναδιάρθρωσης του κεφαλαίου, τόσο επί
διεθνούς όσο και επί ελληνικού εδάφους.
Τα αποτελέσματα μιας αναδιάρθρωσης –
επίθεσης στην εργατική τάξη, που γίνονται
σήμερα πιο ορατά και σχετίζονται με το
τέλος του μαζικού εργατικού κινήματος
και τη διάλυση της ταυτότητας της
εργατικής τάξης που ήσαν καθοριστικά
στοιχεία της ταξικής πάλης που ακολούθησε
μετά τη λήξη του 2ου παγκοσμίου πολέμου.
Στα αποτελέσματα της
καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης που
συντελείται από το 1973 και ύστερα, θα
πρέπει να συμπεριλάβουμε και την
κατάργηση κάθε εθνικού ή περιφερειακού
περιορισμού στην κυκλοφορία των
κεφαλαίων, αλλά και το τέλος της
κυκλοφορίας και αναπαραγωγής της
εργατικής τάξης σε εθνικό επίπεδο.
Ο καπιταλισμός είναι
πλέον ένα σύστημα που επιδιώκει τη
συσσώρευση του κεφαλαίου αλλά και τη
μετακίνηση του εργατικού δυναμικού σε
παγκόσμιο επίπεδο. Η νέα αυτή δυναμική
πραγματικότητα για τον καπιταλισμό
έφερε και τη σύγχρονη κρίση, αποκαλύπτοντας
για άλλη μια φορά την αντιφατική φύση
της παραγωγής και της εκμεταλλευτικής
σχέσης κεφαλαίου – εργασίας.
Ο αγώνας μας θα πρέπει
να βασιστεί στη σημερινή αδυναμία
αναπαραγωγής του κεφαλαίου στην παραγωγή
για να επιβάλουμε καταστάσεις που θα
οξύνουν ακόμη περισσότερο την κρίση.
Σήμερα που σε περίοδο ύφεσης το κεφάλαιο
λόγω ανταγωνισμού καταστρέφεται, υπάρχει
η δυνατότητα ο αγώνας μας να αποκτήσει
νέα προοπτική, μη συνδικαλιστική, και
να διαχυθεί στον κοινωνικό χώρο για να
βρει εκεί στηρίγματα και επαναστατικό
περιεχόμενο, γνωρίζοντας ότι κάθε
επιτυχία των εργατών θα οξύνει κι άλλο
την κρίση, λόγω του ότι τις συνέπειές
της θα τις υφίστανται οι βιομήχανοι και
η σύγκρουση θα γίνεται αναπόφευκτη.
Στην κρίση του κεφαλαίου,
η εργατική τάξη θα πρέπει να αντιπαραβάλει
τη δική της αναδιαρθρωμένη ταξική πάλη.
Να αμφισβητήσει την αστική ιδεολογία
που θέλει την επένδυση του κεφαλαίου
να είναι το παραγωγικό υποκείμενο που
διευθύνει την παγκόσμια ιστορία, το
αόρατο χέρι που καθοδηγεί την ανθρώπινη
ανάπτυξη. Να δημιουργήσει τα δικά της
μέσα παραγωγής, όπως στην περίπτωση της
ΒΙΟ.ΜΕ, με απαραίτητη προϋπόθεση τη
συμμετοχή της κοινωνίας με σκοπό το
ξεπέρασμα της εμπορευματικής παραγωγής.
Εκεί θα κριθεί και κάθε νέο εγχείρημα,
από το κατά πόσο η κοινωνία θα αποδεχθεί
να στηρίξει και να συμμετέχει στην
υπόθεση αυτή, από τη γενική συνέλευση
των εργατών μέχρι τη διακίνηση των
παραγόμενων αγαθών, και θα ανατρέψει
όλη την παραγωγική λογική σχετικά με
το ποιος, τι, πόσο και πώς παράγει.
Από τα παραπάνω γίνεται
σαφές ότι θα πρέπει να αναληφθεί
πρωτοβουλία κυρίως από τα κάτω, ώστε να
αποφευχθεί το ξεπέρασμα της κρίσης με
τους όρους που θέλει το κεφάλαιο. Κάτι
τέτοιο προϋποθέτει τη δυνατότητα να
ξεπερνάμε το όριο που θέτει η ίδια η
ύπαρξη της εργατικής τάξης ως τάξη του
κεφαλαίου και να αποκτάμε στους αγώνες
μας το στοιχείο της σύγκρουσης μαζί
του.
Σε αντίθετη περίπτωση,
θα κινούμαστε μαζί με την αριστερά και
θα τους ταράζουμε στη νομιμότητα έχοντας
στόχο την ενίσχυση της ζήτησης, μέσω
της αύξησης των μισθών, με σκοπό να
προκύψει η ανάπτυξη, κάτι που είναι
σήμερα αδιανόητο γιατί 1) η διεκδίκηση
γίνεται στα λόγια, στα προεκλογικά
προγράμματα, και με αναποτελεσματικές,
άνευρες και αποκλιμακούμενες απεργίες,
2) η διεκδίκηση όπως τη γνωρίσαμε με τη
μορφή της σύμβασης εργασίας έχει πλέον
χαθεί, και 3) η ανάπτυξη που διεκδικείται
με αυτόν τον τρόπο, θα έρθει με τη σειρά
της αφού πρώτα ξεπεραστεί η κρίση, και
για το ξεπέρασμά της το κεφάλαιο έχει
τη συνταγή του (καταστροφή κεφαλαίων,
υπερεκμετάλλευση και επενδύσεις σε
νέους κλάδους επιχειρηματικότητας).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου