Πέμπτη 10 Μαΐου 2012

Προς μια ταξική επαναστατική στρατηγική


Του Γιώργου Λιοδάκη

Ένα επαρκές θεωρητικό πλαίσιο αποτελεί ένα πρώτο απαραίτητο βήμα για τη διαμόρφωση μιας αντι-καπιταλιστικής στρατηγικής υπό τις παρούσες συνθήκες. Εκτός από τον κλασικό μαρξισμό, οι πρόσφατες συζητήσεις μεταξύ μαρξιστών σίγουρα προσφέρουν μια πολύτιμη πηγή. Ενάντια στη συνεχιζόμενη χρήση από το κεφάλαιο των διεθνών συγκρούσεων και των εθνικών ιδεολογιών για να διαιρεί τους εργαζόμενους και να εξασφαλίζει την αναπαραγωγή του, και σε αντίθεση με μια παραπλανητική, επικεντρωμένη στο έθνος-κράτος, θεωρητική προσέγγιση, μια σαφής αντίληψη της έννοιας του αναδυόμενου ολοκληρωτικού καπιταλισμού και μια σχετική τεκμηρίωση του εργατικού διεθνισμού συμβάλουν σε μια πολιτική οικονομία της μισθωτής εργασίας και σε μια επαναστατική προοπτική. (Βλ. επίσης Lebowitz 2003, viii-ix· Barker 2006, 77· Hart-Landsberg και Burkett 2006).

Σύμφωνα με την παραδοσιακή μαρξιστική-λενινιστική στρατηγική, η οποία κυριάρχησε κατά τον περασμένο αιώνα, η ανάπτυξη του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος προϋποθέτει ότι η εργατική
τάξη σε κάθε χώρα θα διεξάγει την ταξική πάλη κυρίως στο εθνικό πλαίσιο αλλά ταυτοχρόνως θα αλληλοϋποστηρίζονται, ιδιαίτερα στους αγώνες ενάντια στον ιμπεριαλισμό και τον πόλεμο. Μετά από την επιτυχημένη ανάληψη της κρατικής εξουσίας σε ορισμένες χώρες, η σοσιαλιστική επανάσταση θα εξαπλωθεί (υπό κατάλληλες συνθήκες) σε όλο τον κόσμο.

Ενώ οι βαθιά ριζωμένες εθνικότητες φαίνεται να δίνουν κάποια περιορισμένη αξιοπιστία σε αυτό το είδος της στρατηγικής,1 ο εκφυλισμός και η κατάρρευση του συνδεδεμένου με αυτήν κομμουνιστικού κινήματος, καθώς και οι δραστικές αλλαγές του σύγχρονου καπιταλισμού καθιστούν αυτή τη στρατηγική εν μέρει παρωχημένη και υπαγορεύουν την επιτακτική ανάγκη για σημαντικές αλλαγές στην επαναστατική στρατηγική. Η νέα στρατηγική θα πρέπει να είναι σαφώς απελευθερωμένη τόσο από τον επαναστατικό κρατισμό όσο και από την επικέντρωση στο έθνος-κράτος της παραδοσιακής στρατηγικής. Η αντίσταση έναντι οποιασδήποτε εξωτερικής επίθεσης και επιβολής εξακολουθεί, βεβαίως, να είναι θεμιτή και αναγκαία, καθώς μπορεί να υπηρετήσει την προστασία ορισμένων κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων ή ένα ορισμένο βιοτικό επίπεδο που έχουν επιτευχθεί με αγώνες της εργατικής τάξης στο παρελθόν. Ένας τέτοιος αντιστασιακός και αντι-ιμπεριαλιστικός αγώνας μπορεί επίσης να χρησιμεύσει, από άποψη τακτικής, ως πρώτο βήμα στην ενίσχυση των προϋποθέσεων και τη διασφάλιση της πορείας μιας επαναστατικής διαδικασίας προς την κοινωνική χειραφέτηση. Ωστόσο, μια έμμονη προσήλωση στην παραδοσιακά παραδεκτή θεώρηση του ιμπεριαλισμού (ως εξωτερική επιθετικότητα) και στην εθνοκεντρική προσέγγιση τείνει γενικά να εστιάζει την προσοχή, μάλλον παραπλανητικά, στις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις και σε ένα φαινομενικό αντι-ιμπεριαλισμό,2 ενώ συνήθως συνδέει τη στρατηγική του εργατικού κινήματος, στενά, με αυτό τον προστατευτικό αντι-ιμπεριαλισμό ή απλώς με την πάλη ενάντια στον πόλεμο.

Η επαναστατική στρατηγική θα πρέπει να απεμπλακεί, σε μεγάλο βαθμό, από οποιοδήποτε ενδο-ιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό και πόλεμο, ή οικονομική κατάρρευση, παρότι θα πρέπει σίγουρα να επωφεληθεί από ένα τέτοιο γεγονός. Μια τέτοια στρατηγική θα πρέπει να έχει έναν καθαρό αντισυστημικό χαρακτήρα και να συνδέεται άμεσα με τον πυρήνα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και με τις πολιτικές προοπτικές της επαναστατικής υπέρβασης του καπιταλισμού.

Εκτός από τις μεθοδολογικές αδυναμίες που σημειώθηκαν παραπάνω (ανεπαρκής κατανόηση των σημερινών αλλαγών στο κράτος, και αντιστροφή του ιστορικού υλισμού), η εθνοκεντρική προσέγγιση έχει επίσης σοβαρές ιδεολογικές και πολιτικές συνέπειες. Αποτυγχάνει, σε ένα πρώτο επίπεδο, να προσφέρει μια ικανοποιητική προσέγγιση η οποία να διευκολύνει και να ενισχύει την αποτελεσματικότητα του διεθνιστικού ταξικού αγώνα ενάντια στον (διεθνικό) καπιταλισμό ως ολότητα και στα συχνά φαινόμενα κοινωνικού ντάμπινγκ στην εποχή μας.3 Αγνοώντας, επίσης, τη διαδικασία σύστασης ενός διεθνικού καπιταλιστικού κράτους, αποτυγχάνει να εντοπίσει τις κρίσιμες στιγμές και το θεσμικό πλαίσιο εντός του οποίου παίρνονται σημαντικές πολιτικές αποφάσεις. Έτσι, παραπλανεί τον επαναστατικό ταξικό αγώνα4 και «παραδίδει» το ελπιδοφόρο κίνημα ενάντια στην καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση στις δυνάμεις της ρεφορμιστικής Αριστεράς, αν όχι στις αντιδραστικές εθνικιστικές δυνάμεις.

Πολλά παραδείγματα θα μπορούσαν να αναφερθούν για να επισημανθεί, σε αντίθεση με την επικρατούσα εθνοκεντρική αντίληψη, η μείωση της εθνικής κυριαρχίας, εντός του πλαισίου του αναδυόμενου ολοκληρωτικού καπιταλισμού, και η αυξανόμενη σημασία των ποικίλων διεθνικών θεσμών και ρυθμιστικών μηχανισμών. Μεταξύ αυτών των παραδειγμάτων θα πρέπει να περιληφθεί ο ρόλος του ΟΗΕ και του ΝΑΤΟ στην προστασία και επέκταση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, οι θεσμικές μεταρρυθμίσεις που, με βάση το πρόσχημα της «τρομοκρατίας», στοχεύουν σε συρρίκνωση των κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων, και ο καθοριστικός ρόλος διεθνών οργανισμών, όπως ο ΠΟΕ, το ΔΝΤ, η Παγκόσμια Τράπεζα και ο ΟΟΣΑ, στη συγκρότηση των βασικών όρων ανάπτυξης και κοινωνικής αναπαραγωγής του κεφαλαίου (νεοφιλελεύθερη πολιτική, Γενική Συμφωνία για το Εμπόριο Υπηρεσιών - GATS, τεχνολογικές καινοτομίες και πνευματική ιδιοκτησία, πρωταρχική συσσώρευση, ιδιωτικοποίηση των υποδομών, της παιδείας, της υγείας και της κοινωνικής ασφάλισης, φορολογικές ελαφρύνσεις για το κεφάλαιο, τυποποίηση της παραγωγής, και περιβαλλοντικοί κανονισμοί). Ο υπερκαθοριστικός ρόλος του θεσμικού πλαισίου της ΕΕ έναντι των κρατών-μελών, η προσπάθεια, το 2005, να θεσμοθετηθεί ένα σχέδιο συντάγματος διατυπωμένο σύμφωνα με τις νεοφιλελεύθερες γραμμές, και οι συμπληρωματικές διαδικασίες θεσμικών μεταρρυθμίσεων εντός των κρατών-μελών είναι επίσης χαρακτηριστικά. Στο πλαίσιο της υπό εξέλιξη παγκόσμιας ύφεσης, είναι επίσης εμφανές ότι μεγάλες προσπάθειες ξεπεράσματος της κρίσης και σταθεροποίησης του παγκόσμιου καπιταλισμού είναι συνήθως συντονισμένες από διεθνείς οργανισμούς και μεγάλες καπιταλιστικές δυνάμεις, ενώ πολυμερείς (ή διακρατικοί) φορείς καθορίζουν, κατά κύριο λόγο, τις πολιτικές που πρέπει να ακολουθηθούν και την πορεία ανάπτυξης, ιδιαίτερα στην περίπτωση των υπερχρεωμένων χωρών όπως η Ελλάδα, εις βάρος των συμφερόντων της εργατικής πλειοψηφίας.

Το πιο σημαντικό, ωστόσο, είναι ότι η άρθρωση του επαναστατικού κινήματος στις ενδο-ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις, ειδικά στις σημερινές συνθήκες, τείνει να παγιδεύσει και να περιορίσει τις επαναστατικές δυνάμεις εντός μιας εσωτερικής ή παράγωγης αντίθεσης του καπιταλισμού, και, σε τελική ανάλυση, εντός του σημερινού κυρίαρχου κοινωνικού συστήματος. Μια τέτοια προσέγγιση τείνει να οδηγεί σε ταξικές συμμαχίες με διάφορες αστικές δυνάμεις ή με την ίδια την καπιταλιστική τάξη, μετατρέποντας το εργατικό κίνημα, ενίοτε, σε ένα απλό εξάρτημα της καιροσκοπικής πορείας του κεφαλαίου και οδηγώντας, όπως συχνά έχει γίνει στο παρελθόν, σε καταστροφικές ήττες και συμβιβασμούς, ή σε μια ατελείωτη σταδιολογική συζήτηση που καθιστά τον επαναστατικό σκοπό ακόμη πιο απόμακρο.

Επιχειρώντας τώρα, σε αντίθεση με το παραδοσιακό κομμουνιστικό κίνημα και τη σχετιζόμενη με αυτό εθνοκεντρική προσέγγιση, να αρθρώσουμε μια νέα επαναστατική στρατηγική του εργατικού κινήματος για την ανασυγκρότηση της κομμουνιστικής προοπτικής, πρέπει να τονίσουμε ότι μια τέτοια στρατηγική πρέπει να εδράζεται, όχι στις ενδο-ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις, αλλά μάλλον στο ασφαλές έδαφος της βασικής αντίθεσης κεφαλαίου-εργασίας5 και στην προοπτική του ξεπεράσματός της. Η κρίσιμη διαφορά αυτής της νέας στρατηγικής, σε σύγκριση με την παραδοσιακή μαρξιστική-λενινιστική στρατηγική, σχετίζεται με τη σύγχρονη διεθνική ταξική διαμόρφωση, το αναδυόμενο διεθνικό κράτος, και την αυξανόμενη σημασία της αντίθεσης κεφαλαίου-εργασίας και του διεθνικού ταξικού αγώνα. Οι ενδο-ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις, βεβαίως, θα πρέπει να διερευνώνται προσεκτικά και να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη στη διαμόρφωση των τακτικών του επαναστατικού κινήματος. Μια τέτοια στρατηγική, βασισμένη στην αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας, είναι ουσιωδώς αντικαπιταλιστική και όχι μόνο υπερβαίνει τη μισή αντίσταση ενός επιφανειακού αντι-ιμπεριαλισμού, εξαλείφοντας ουσιαστικά και μόνιμα την απειλή του πολέμου, αλλά επίσης ανοιχτά και ευθέως φέρνει στην πρώτη γραμμή το ζήτημα της πλήρους κοινωνικής χειραφέτησης και της αμετάκλητης υπέρβασης του καπιταλισμού. Υπό αυτή την έννοια, αυτή η νέα στρατηγική αντιπαρατίθεται, όχι μόνο με την αναποτελεσματική αντι-νεοφιλελεύθερη στρατηγική της ρεφορμιστικής Αριστεράς, αλλά επίσης με όλες εκείνες τις εκδοχές αριστερού ρεφορμισμού που συνδέονται με μια αντιμονοπωλιακή στρατηγική.

Σε σύγκριση με τη συνήθως τυπική (αν όχι ρητορική), αναποτελεσματική, και «απόμακρη» διεθνή αλληλεγγύη που χαρακτηρίζει το παραδοσιακό κομμουνιστικό κίνημα, η νέα στρατηγική δίνει έμφαση στην ανάγκη του κοινού αγώνα πέραν των εθνικών συνόρων, χωρίς να υποστηρίζει μια ενιαία και αδιαφοροποίητη οργάνωση της εργατικής τάξης ή έναν ταυτόχρονο ταξικό αγώνα σε όλον τον κόσμο. Είναι προφανώς σωστό ότι η ανισόμερη ανάπτυξη του καπιταλισμού δημιουργεί διαφορετικές επαναστατικές δυνατότητες, και ότι οι περισσότεροι κοινωνικοί αγώνες, για πολλούς λόγους (γεωγραφική εγγύτητα, κοινή γλώσσα και κοινωνικο-ιστορικό υπόβαθρο, ειδική δομή του καπιταλισμού ή της θεσμικής διαμόρφωσης, κ.λπ.), διεξάγονται σε εθνικό ή ακόμη και τοπικό επίπεδο. Είναι εξίσου προφανές, ωστόσο, ότι οι πιο σημαντικοί αγώνες της εποχής μας, και πιθανότατα στο άμεσο μέλλον, δεν μπορεί παρά να αναπτύσσονται σε διεθνικό επίπεδο (οι εκτεταμένες εξεγέρσεις στις αραβικές χώρες το 2011 και οι πρόσφατες μαζικές διαδηλώσεις σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες προσφέρουν σαφή μαρτυρία). Και αυτό δεν συμβαίνει μόνο επειδή ο καπιταλισμός συγκροτείται και τείνει να συνασπίζεται σε διεθνικό επίπεδο, αλλά επίσης επειδή οι προϋποθέσεις για ένα επιτυχημένο και βιώσιμο επαναστατικό κίνημα δεν μπορούν να διαμορφωθούν παρά σε διεθνικό ή παγκόσμιο επίπεδο.

Η νέα διεθνική στρατηγική που προτείνεται εδώ μπορεί να αναπτυχθεί και να υλοποιηθεί, πιο συγκεκριμένα, με διαρκή (και όχι περιστασιακή) συνεργασία και κοινή δράση, ιδιαίτερα σε ζητήματα στρατηγικής σημασίας, από δημοκρατικά ελεγχόμενες επαναστατικές πολιτικές οργανώσεις και συνδικάτα από όλες τις χώρες. Η κοινή ταξική δράση και αγώνας, βεβαίως, μπορεί να οργανώνονται και να συντονίζονται είτε σε περιφερειακό είτε σε παγκόσμιο επίπεδο, ανάλογα με τις ιδιαίτερες συνθήκες. Δεν υπάρχει, επίσης, αμφιβολία ότι η συνδικαλιστική συνιστώσα σε αυτή τη διαδικασία θα πρέπει να βασίζεται σε έναν ριζοσπαστικό και αντιγραφειοκρατικό μετασχηματισμό, από τα κάτω,6 των υφιστάμενων συνδικάτων, στην προοπτική ενός νέου εργατικού κινήματος που υπερασπίζεται και ελέγχεται από τα πραγματικά συμφέροντα της εργατικής τάξης. Η έκκληση για διεθνική δράση δεν θα πρέπει, βεβαίως, να εννοηθεί ως αποκλεισμός της δράσης σε εθνικό πλαίσιο, αλλά μάλλον ως υπέρτερη και στρατηγικά συμπληρωματική προς την ταξική δράση σε τοπικό και εθνικό επίπεδο.

Η νέα στρατηγική, με τη σημαντική διεθνική διάστασή της, μπορεί επίσης να αντιμετωπίσει πολύ πιο αποτελεσματικά τα σοβαρά προβλήματα που δημιουργούνται, σχετικά με την απασχόληση, από την αυξανόμενη φυγή του κεφαλαίου από διάφορες αναπτυγμένες χώρες προς χώρες με χαμηλό κόστος και ιδιαίτερα χαμηλούς μισθούς (βλ. Hart-Landsberg and Burkett 2006), ή τις αντεργατικές συνθήκες που δημιουργούνται μέσω της θεσμοποίησης της αποκαλούμενης Οδηγίας Μπολκεστάιν και της προοπτικής κοινωνικού ντάμπινγκ στην Ευρώπη.7 Επιπλέον, μόνο σε ένα διεθνικό πλαίσιο και με μια διεθνική εργατική στρατηγική το επαναστατικό έργο της διάλυσης του διεθνικού αστικού κράτους μπορεί να τεθεί με επάρκεια.8 Από την άλλη πλευρά, η εθνοκεντρική προσέγγιση της ταξικής πάλης θα επέτρεπε στο κεφάλαιο να αξιοποιήσει πιο αποτελεσματικά τα εθνικά-κράτη, συνεπικουρούμενο από τη διεθνική καπιταλιστική συνεργασία, για την προώθηση αντεργατικών πολιτικών και την αντιμετώπιση μιας απομονωμένης εργατικής τάξης.9

Οι νέες αντικειμενικές συνθήκες του διεθνικού καπιταλισμού φαίνεται να παροτρύνουν προς τη θεωρητική υπέρβαση του εθνοκεντρισμού, όπως επίσης και προς την κοινή ταξική δράση σε διεθνικό επίπεδο. Υπάρχουν ήδη επαρκείς ενδείξεις μιας τέτοιας κοινής διεθνικής πάλης (Robinson 2004, 168). Αν, επομένως, οι πολιτικοί φορείς της Αριστεράς, και ιδιαίτερα εκείνοι της επαναστατικής Αριστεράς, δεν λάβουν επαρκώς υπόψη αυτές τις νέες συνθήκες, αρθρώνοντας μια διεθνική επαναστατική στρατηγική στη βάση της αντίθεσης κεφαλαίου-εργασίας, θα κινδυνεύσουν να μείνουν πίσω από το ίδιο το εργατικό κίνημα. Οι νέες αντικειμενικές συνθήκες του καπιταλισμού, αλλά επίσης οι αντιξοότητες στην ανάπτυξη των υποκειμενικών συνθηκών, κάνουν σήμερα την έκκληση του Κομμουνιστικού Μανιφέστου, «Προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε!», πολύ πιο ρεαλιστική, επιτακτική, και αναγκαία από ποτέ.


Βιβλιογραφικές αναφορές
Barker, C. 2006. Capital and revolutionary practice. Historical Materialism 14, no. 2: 55–82.
Hart-Landsberg, M, and P. Burkett. 2006. China and the dynamics of transnational accumulation: Causes and consequences of global restructuring. Historical Materialism 14, no. 3: 3–43.
Lebowitz, Michael. 2003. Beyond ‘capital’: Marx’s political economy of the working class. London:Palgrave.
Marx, Karl. 1968b. Critique of the Gotha programme. In Selected works, vol. I, by K. Marx and F. Engels. New York: International Publishers.
Radice, H. 2005. Neoliberal globalisation: Imperialism without empires?. In Neoliberalism: A critical reader, ed. A. Saad-Filho and D. Johnston, 91–8. London: Pluto Press.
Robinson, William. 2004. A theory of global capitalism: Production, class, and state in a transnational world. Baltimore, MD: Johns Hopkins University Press.


Ο Γιώργος Λιοδάκης είναι καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Πολυτεχνείο Κρήτης

Το κείμενο αυτό αποτελεί τμήμα του άρθρου Crisis, the emerging new stage of capitalism, and the need of a transnational class strategy for social emancipation, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό International Critical Thought.

Μετάφραση: Κ.Χ.

1Η επίκληση του έθνους-κράτους, ωστόσο, από κάποιους αριστερούς «προοδευτικούς», μπορεί να γίνει κατανοητή είτε ως μάταιη αναβίωση της Κεϋνσιανής ρύθμισης, είτε ως ενίσχυση του επανεμφανιζόμενου εθνικισμού· και τα δύο σαφώς δεν εξυπηρετούν μια πραγματική κοινωνική χειραφέτηση της εργατικής πλειοψηφίας.
2Η προσέγγιση αυτή θεωρεί τον ιμπεριαλισμό απλώς ως μια πολιτική στρατηγική για καπιταλιστική επέκταση και επέμβαση, και όχι ως μια απόφυση του ίδιου του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, δίνοντας παράλληλα έμφαση στις δια-ταξικές συμμαχίες για την προστασία των εθνικών συμφερόντων.
3Αυτή η κοινή πρακτική του κεφαλαίου αφορά την ικανότητά του να βελτιώνει την ανταγωνιστικότητα τεχνητά με την επιβολή των λιγότερο ευνοϊκών όρων εμπορικών συναλλαγών για τις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες και των λιγότερο ευνοϊκών (σε παγκόσμιο επίπεδο) όρων απασχόλησης και μισθών για τις εργαζόμενες τάξεις.
4Λόγω του ανεπαρκούς διεθνούς συντονισμού, ο Λένιν ανέμενε μάταια την εξάπλωση της επανάστασης στη Δυτική Ευρώπη μετά τον Οκτώβρη. Καθώς η στρατηγική για το επαναστατικό πέρασμα στο σοσιαλισμό στις αρχές του εικοστού αιώνα έχει κριθεί ιστορικά, ωστόσο, οι πολύ πιο ευνοϊκές αντικειμενικές συνθήκες στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα, για να μην αναφέρουμε τις (λιγότερο ευνοϊκές) υποκειμενικές συνθήκες, καθιστούν επιτακτική την ανάγκη η εργατική τάξη να ξεπεράσει την εθνοκεντρική στρατηγική της επαναστατικής χειραφέτησης (βλέπε επίσης Lebowitz 2003, 210).
5Αυτό το ασφαλές (οντολογικά) έδαφος απορρέει, υπό τις σημερινές καπιταλιστικές συνθήκες, από τον αυξανόμενο αντικειμενικά ρόλο της διεθνικής εργατικής τάξης και της υποκειμενικότητας που αναδύεται από την εντεινόμενη εκμετάλλευσή της από το κεφάλαιο.
6Όπως ο Μαρξ έχει τονίσει επανειλημμένα, η χειραφέτηση και κοινωνική απελευθέρωση της εργατικής τάξης θα είναι έργο της ίδιας της εργατικής τάξης (Μαρξ 1968b, 325), και όχι οποιουδήποτε «εξωτερικού» παράγοντα ή ιδεολογικής πρωτοπορίας. Με αυτή την έννοια, η πολιτική πρωτοβουλία «από τα κάτω» είναι ένας όρος εκ των ων ουκ άνευ για αυτήν την αυτό-χειραφέτηση.
7Η Οδηγία ορίζει ότι μια καπιταλιστική επιχείρηση, μέσω της τυπικής ίδρυσής της σε μια χώρα με χαμηλά επίπεδα μισθών και κοινωνικής ασφάλισης, μπορεί να χρησιμοποιήσει αυτά τα χαμηλά επίπεδα σε όλες τις διακρατικές οικονομικές συναλλαγές της. Με τον τρόπο αυτό, παράγεται μια «εξίσωση προς τα κάτω» σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες.
8Εδώ θα μπορούσαμε να αναφέρουμε, για παράδειγμα, την έξοδο χωρών από διεθνείς οργανισμούς (Παγκόσμια Τράπεζα και ΔΝΤ), όπως έχει κάνει η Βενεζουέλα, τη συντονισμένη δράση για την απόρριψη μιας σημαντικής θεσμικής αλλαγής στην ΕΕ, όπως το σχέδιο συντάγματος, την έξοδο χωρών-μελών ή την ενδεχόμενη διάλυση της ΕΕ, και την ενδεχόμενη διεθνική πρωτοβουλία εργατικών φορέων για έναν ριζικό μετασχηματισμό των διεθνών οργανισμών όσον αφορά την οικονομική συνεργασία και ανάπτυξη.
9Στην περίπτωση αυτή, εκτός των άλλων, μπορεί να νομιμοποιήσει τις πολιτικές αυτές με την επίκληση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας, εξωτερικών αναγκών, και διεθνών υποχρεώσεων ή δεσμεύσεων που έχουν αναληφθεί από το έθνος-κράτος, καθιστώντας την επιβολή των υπερεθνικών καπιταλιστικών κανονισμών ακόμη πιο απόμακρη για την ταξική δράση των εθνικών εργατικών τάξεων (βλέπε επίσης Radice 2005).

1 σχόλιο:

avanti_maestro είπε...

Εξαιρετικό κείμενο!