Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2013

Ο νέος κοινωνικός συνδικαλισμός: Ένα νέο μοντέλο ένωσης για μια νέα παγκόσμια τάξη

του Peter Waterman

Εισαγωγή: Ένας μετασχηματισμένος συνδικαλισμός για έναν μετασχηματισμένο κόσμο

Η έννοια ενός νέου κοινωνικού συνδικαλισμού είναι σχεδιασμένη για να είναι σχετική με και κατάλληλη για το σύγχρονο κόσμο μας. Πρόκειται για έναν κόσμο που χαρακτηρίζεται όλο και περισσότερο από τη δραματική επέκταση και τις εξίσου δραματικές μεταμορφώσεις των καπιταλιστικών, στρατιωτικών, κρατικών, ιμπεριαλιστικών, τεχνικών και πατριαρχικών μορφών και εξουσιών. Χαρακτηρίζεται, κατά συνέπεια, από την εμφάνιση αυτών που αποκαλώ νέα εναλλακτικά κοινωνικά κινήματα (φεμινιστικά, αντιμιλιταριστικά, ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οικολογικά, κ.λπ.), παράλληλα με παλιά κινήματα όπως εκείνα της θρησκείας, του έθνους ή της εργασίας.

Έχουν υπάρξει διαφορετικές αποκρίσεις σε αυτή τη νέα κατάσταση εντός της Αριστεράς, ακόμη και μεταξύ εκείνων που αναγνωρίζουν τις αλλαγές. Κάποιοι έχουν επαναβεβαιώσει την κεντρικότητα του καπιταλισμού και την προτεραιότητα της αντίθεσης κεφαλαίου-εργασίας. Κάποιοι άλλοι έχουν αντιληφθεί την εποχή ως μετα-καπιταλιστική, μετα-βιομηχανική, μετα-μαρξιστική, μετα-ιστορική ή μεταμοντέρνα, και θεωρούν ότι τα νέα κοινωνικά υποκείμενα, ταυτότητες και κινήματα, αντικαθιστούν την εργατική (ή οποιαδήποτε άλλη) τάξη. Κάποιοι τρίτοι έχουν επανασυλλάβει και διευρύνει την αντίληψη της εργασίας και ως εκ τούτου το ρόλο των εργατικών κινημάτων. Δε με ενδιαφέρει η επιλογή είτε/είτε που προσφέρεται από την πρώτη και δεύτερη θέση, σε μεγάλο βαθμό επειδή και οι δύο θέσεις φαίνεται να υποεκτιμούν ή να αποκλείουν μεγάλο μέρος της κοινής σύγχρονης ανθρώπινης εμπειρίας και διαμαρτυρίας. Προτιμώ μια συνθετική (τολμά να πει κανείς ιστορική και διαλεκτική;) άποψη που αναγνωρίζει τόσο τη συνέχεια όσο και το μετασχηματισμό. Με ελκύει, συνεπώς, η τρίτη θέση, επειδή κοιτάζει τόσο προς τα πίσω όσο και προς τα εμπρός, και επειδή λειτουργεί πάνω και έξω από το αδιέξοδο στο οποίο βρίσκονται τα συνδικάτα σήμερα. Αλλά πρέπει επίσης να θυμόμαστε ότι η συντριπτική πλειοψηφία των εργαζομένων του κόσμου (συμπεριλαμβανομένου του παραδοσιακά οριζόμενου προλεταριάτου) δεν είναι συνδικαλισμένοι. Και, ακόμα κι αν ορίζονται ως εργάτες, η συντριπτική πλειοψηφία των φτωχών, αδύναμων, περιθωριοποιημένων και αποκλεισμένων δεν έχουν θέση στο συνδικαλισμό. Επιπλέον, το σημαντικότερο διεθνές κίνημα σήμερα δεν είναι τόσο ένα εργατικό ή σοσιαλιστικό όσο ένα ευρύ, ποικίλο και σύνθετο δημοκρατικό κίνημα – στο οποίο οι εργάτες δεν είναι παρά ένα μέρος. Στο βαθμό που μπορεί κανείς να γενικεύσει για τα εναλλακτικά κοινωνικά κινήματα ως σύγχρονα πλουραλιστικά δημοκρατικά κινήματα, η υπόθεση της εξέτασης των συνδικάτων από αυτήν την οπτική γωνία, ή υπό το φως αυτής της εμπειρίας, στηρίζεται παρακάτω.

Νέες βάσεις για ένα νέο μοντέλο

Θα συνοψίσω την επιχειρηματολογία για ένα νέο μοντέλο ένωσης σε πέντε κύρια σημεία.

Υπάρχει μια αυξανόμενη κρίση του εργατικού συνδικαλισμού, μια κρίση που πηγαίνει πέρα από την πολιτική, την ιδεολογία, ή μια συγκεκριμένη περιοχή στον κόσμο, στην ίδια τη φύση και τη μορφή του συνδικαλισμού όπως τον γνωρίζουμε. Τα κομμουνιστικά και ριζοσπαστικά-εθνικιστικά (λαϊκιστικά) μοντέλα ένωσης έχουν περισσότερο ή λιγότερο καταρρεύσει, τόσο εκεί που είναι “στην εξουσία” όσο και εκεί που δεν είναι. Το πιο προηγμένο σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο, στη Σουηδία, βρίσκεται σε κρίση. Ακόμα και οι πιο επιτυχημένες “ενώσεις κοινωνικού κινήματος”, στη Βραζιλία και τη Νότια Αφρική, αγωνίζονται να έρθουν σε συμφωνία με την τουλάχιστον ημι-φιλελεύθερη δημοκρατία. Κανένα νέο μοντέλο δεν διαμορφώνεται στον πρώην κομμουνιστικό κόσμο και δεν είναι σαφές τι συμβατικό σχήμα θα μπορούσε να πάρει εκεί.

Αυτό οφείλεται α) σε μια επανάσταση εντός του καπιταλισμού, τόσο βαθιά και σημαντική όσο εκείνη από τη βιοτεχνία στη βιομηχανική παραγωγή˙ β) στη μετάβαση από τη διεθνοποίηση του κεφαλαίου στην παγκοσμιοποίηση της κοινωνίας˙ γ) στο πέρασμα από έναν απλό καπιταλισμό σε έναν πολύπλοκο καπιταλισμό. Ας τα πάρουμε με τη σειρά.

Α) Ο καπιταλισμός είναι, όπως ο Μαρξ αναγνώρισε, ένα σύστημα συνεχούς αυτομετασχηματισμού. Η “βιομηχανική επανάσταση” ήταν, άλλωστε, μια επανάσταση που έλαβε χώρα μέσα στον καπιταλισμό, αντικαθιστώντας τη χειροτεχνική/βιοτεχνική παραγωγή από τη βιομηχανική παραγωγή. Αυτό απαίτησε τη μετατροπή της παραδοσιακής μορφής της εργατικής αυτοάμυνας από τη συντεχνία στο βιομηχανικό συνδικάτο. Η “πληροφορική επανάσταση” είναι άλλη μια επανάσταση μέσα στον καπιταλισμό (οι επιτυχείς επαναστάσεις της εποχής μας φαίνεται να έχουν γίνει μέσα και όχι ενάντια στον καπιταλισμό). Ο μετασχηματισμός αυτός βασίζεται στην ηλεκτρονική παραγωγή προϊόντων, υπηρεσιών, πληροφορίας και πολιτισμού. Είναι σήμερα η αιχμή του καπιταλισμού, καθιστώντας εφικτή και απαραίτητη (για τους καπιταλιστές) την παγκόσμια μείωση, καταστροφή, αναδιάρθρωση και κατανομή του εργατικού δυναμικού, των εργασιακών διαδικασιών, των μορφών ιδιοκτησίας, του συντονισμού και του ελέγχου. Η γεωγραφικά συγκεντρωμένη και κοινωνικά ομοιογενής βιομηχανική εργατική τάξη των ημι-ειδικευμένων εργοστασιακών εργατών αντικαθίσταται όλο και περισσότερο από κοινωνικά ποικίλες και γεωγραφικά διάσπαρτες εργατικές δυνάμεις – εργαζόμενοι κατ' οίκον, μερικά απασχολούμενοι, υπεργολάβοι, σε πόλεις, χωριά και μακρινές χώρες. Όταν ένας περουβιανός εργαζόμενος δηλώνει ότι “να είσαι εργαζόμενος είναι κάτι σχετικό” (Parodi 1986), αυτός (αυτός;) θέτει υπό αμφισβήτηση μια μορφή ένωσης που βασίζεται σε εντελώς διαφορετικές παραδοχές. Η συνήθης συνδικαλιστική οργάνωση, με βάση το μοντέλο του δια βίου, με πλήρες ωράριο άνδρα εργαζόμενου σε μεγάλης κλίμακας ιδιωτική ή δημόσια απασχόληση, είναι ολοένα και λιγότερο κατάλληλη και αποτελεσματική.

Β) Με την κατάρρευση των κομμουνιστικών και ριζοσπαστικών-εθνικιστικών κρατών και μπλοκ, η διεθνοποίηση του κεφαλαίου έχει τελικά επιτευχθεί. Η “παγκοσμιοποίηση” αναφέρεται τόσο στη διαδικασία αυτή όσο και στην ολοκλήρωσή της. Αλλά συνεπάγεται επίσης τη διεθνοποίηση της πολιτικής (το ανταγωνιστικό-κομματικό κοινοβουλευτικό σύστημα), των οικιακών μοντέλων (το ιδεώδες της πυρηνικής οικογένειας), του πολιτισμού (rock, pop, TV σαπουνόπερες, MacDonalds, CNN). Σωματεία, ιστορικά προσανατολισμένα προς την αύξηση της πρόσβασης της εθνικής εργατικής τάξης στην ιδιωτική ή δημόσια κατανάλωση αγαθών και την εξουσία, έχουν μικρή επιτυχία στην αντιμετώπιση του πληροφορικού ή του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού (για μια φεμινιστική άποψη της παγκοσμιοποίησης, συμπεριλαμβανομένων των επιπτώσεών της στην εργασία των γυναικών, βλ. Eisenstein 1996).

Γ) Ο καπιταλισμός δεν μπορεί πλέον να γίνεται αντιληπτός με τους όρους της οικονομικής “βάσης” και μιας εξαρτώμενης “υπερδομής” της πολιτικής, του πολιτισμού, της ιδεολογίας (στην πραγματικότητα, ποτέ δεν έπρεπε να θεωρείται έτσι). Οι σφαίρες του κεφαλαίου, του κράτους, του πολιτισμού, της οικογένειας, είναι όλο και πιο αλληλένδετες, εξηγώντας τόσο την ανθεκτικότητα του συστήματος όσο και την τρωτότητά του. Ανθεκτικότητα: η καταστροφή της καπιταλιστικής “βάσης” (όπως στις κομμουνιστικές επαναστάσεις) προφανώς δεν καταστρέφουν το κράτος (και τον κρατισμό), το εμπόρευμα (και τη λατρεία του χρήματος) ή την οικογένεια (και την πατριαρχία). Τρωτότητα: αυτή έγκειται στην αυξανόμενη εξάρτηση της αναπαραγωγής του καπιταλισμού από αυτές τις άλλες σφαίρες – γεγονός που συνεπάγεται την αυξανόμενη σημασία των διαταξικών ή μη ταξικών αγώνων για τα ανθρώπινα δικαιώματα, την οικολογική βιωσιμότητα, την ειρήνη, ενάντια στην πατριαρχία, για την ελευθερία της σεξουαλικής επιλογής, για έναν δημοκρατικό, πλουραλιστικό και μετασχηματιστικό πολιτισμό.

Ενώ αυτή η καπιταλιστική επανάσταση μπορεί να μειώσει την κεντρικότητα της σύγκρουσης εργασίας/κεφαλαίου, αυξάνει δραματικά τόσο τον αριθμό, όσο και τη σημασία και την κλίμακα των κοινωνικών αντιθέσεων. Δεδομένης της μείωσης του σχετικού αριθμού των εργαζομένων, αυξάνοντας τη διαφοροποίηση και τη γεωγραφική διασπορά τους, κάθε αυτο-ανακήρυξη από τα συνδικάτα ή το εργατικό κίνημα της προτεραιότητας του δικού τους αγώνα οδηγεί στον κίνδυνο της αυτο-περιθωριοποίησης, καθώς το κεφάλαιο και το κράτος μπορούν να τους παρουσιάσουν ως καρικατούρα μιας μικρής μειοψηφίας ανθρώπων, ιδιοτελών και αντικοινωνικών. Το ίδιο ισχύει και για κάθε εργατική απόρριψη των νέων εναλλακτικών κοινωνικών κινημάτων (για τα ανθρώπινα δικαιώματα, την ειρήνη, την οικολογία, τις γυναίκες) ως “μονοθεματικών”, “αστικών” ή “δυτικών”. Τα νέα εναλλακτικά κοινωνικά κινήματα γίνονται καλύτερα κατανοητά ως κινήματα “θεμελιωδών θεμάτων”, αφού η ειρήνη, η οικολογική βιωσιμότητα, και τα ανθρώπινα δικαιώματα για την πλειοψηφία του παγκόσμιου πληθυσμού (γυναίκες), φαίνεται να είναι προϋποθέσεις για την ύπαρξη οποιασδήποτε ανθρώπινης κοινωνίας, καπιταλιστικής ή όχι! Στο βαθμό που οι εργαζόμενοι όλο και περισσότερο αναγνωρίζονται -ή επιβεβαιώνουν οι ίδιοι- ότι είναι υποστηρικτές των δικαιωμάτων, της ειρήνης, του καθαρού περιβάλλοντος, της έμφυλης ευαισθητοποίησης, μπορούν να διευρύνουν την απήχηση του συνδικαλισμού και να αυξήσουν τον αριθμό των συμμάχων τους.

Τα νέα εναλλακτικά κοινωνικά κινήματα που προκύπτουν από αυτές τις αντιθέσεις δεν είναι μόνο σύμμαχοι της παλιάς δημοκρατικής τάξης και των λαϊκών κινημάτων, αλλά επίσης προτείνουν νέες κατάλληλες οργανωτικές μορφές και τρόπους αγώνα. Τα συνδικάτα, κατά κανόνα, έχουν προσλάβει μορφές καθορισμένες από τη δομή και την οργάνωση του κεφαλαίου, των αγορών εργασίας (επαγγελματική ένωση, βιομηχανική ένωση), του κράτους (γι' αυτό είναι κατά βάση εθνικά, πληρώνοντας τυπικά το ένα τοις εκατό των εσόδων τους στις διεθνείς συνομοσπονδίες τους). Αλλά τείνουν να διατηρούν τέτοιες μορφές για μεγάλο διάστημα αφότου το κεφάλαιο έχει αλλάξει, καθιστώντας τα αναποτελεσματικά, ακόμη και στην άμυνα εναντίον των χειρότερων νέων καταχρήσεών του. Η τυπική οργανωτική μορφή των νέων παγκόσμιων κοινωνικών κινημάτων είναι το δίκτυο παρά η οργάνωση. Η συνδικαλιστική μορφή -παρά τα συμμετοχικά ιδεώδη- έχει διαρκώς προσβληθεί από τον “σιδηρούν νόμο της ολιγαρχίας” (Michels 1915), που σημαίνει αυτο-αναπαραγωγή της ηγεσίας και του από τα πάνω ελέγχου. Η ιδέα της εθνικής και διεθνούς “δικτύωσης” (Guzman και Mauro 1996), η οποία περιλαμβάνει προσωρινούς συνασπισμούς και μακροπρόθεσμες συμμαχίες μεταξύ των ομάδων, προτείνει έναν οριζόντιο συντονισμό παρά μια κάθετη δομή, κάτι που συγκρατεί μαζί περισσότερο στη βάση κοινών αναγκών και αξιών παρά με υποταγή, πειθαρχία, αφοσίωση και πίστη. Έτσι, το οργανωτικό/πολιτικό μοντέλο αντικαθίσταται όλο και περισσότερο από ένα μοντέλο δικτύωσης/επικοινωνίας. Το εργατικό κίνημα παίρνει όλο και λιγότερο χώρο σε εθνικά και διεθνή μέσα μαζικής ενημέρωσης, και τα δικά του μέσα ενημέρωσης και οι πολιτιστικές του δραστηριότητες έχουν -με εξαιρέσεις- μειωθεί αντί αναπτυχθεί τα τελευταία 50 χρόνια. Το αντίθετο φαίνεται να συμβαίνει με τα εναλλακτικά κοινωνικά κινήματα όπως αυτά των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, του περιβάλλοντος και των γυναικών, τα οποία αναγνωρίζουν ολοένα και περισσότερο την επικοινωνία και τον πολιτισμό ως εδάφη αγώνα με τη δική τους λογική και τις δικές τους πολιτικές επιπτώσεις.

Το πεδίο του αγώνα εξαπλώνεται ολοένα και περισσότερο από την “οικονομία” και την “πολιτική” στην “κοινωνία” ως σύνολο, και επίσης μετατοπίζεται από το εθνικό επίπεδο τόσο προς τα κάτω στο τοπικό όσο και προς τα πάνω στο παγκόσμιο. Τα παραδοσιακά εργατικά κινήματα -αριστερά, δεξιά και κεντρώα- κατά κανόνα δίνουν προτεραιότητα στην “οικονομική πάλη” (ενάντια στο κεφάλαιο), ή στον “πολιτικό αγώνα” (ενάντια στο κράτος), ή σε διάφορους συνδυασμούς και στάδια του ενός και του άλλου (ο πολιτικό-οικονομικός συνδικαλισμός του Richard Hyman, 1994). Αυτό είχε νόημα στην περίοδο του καπιταλιστικού έθνους-κράτους ή του “εξαρτώμενου από το έθνος-κράτος” καπιταλισμού. Αλλά η νέα, ή ανακτημένη, αντίληψη της “κοινωνίας των πολιτών”, υποδεικνύει ένα άλλο νέο πεδίο αγώνα - εκείνο της λαϊκής αυτοοργάνωσης έξω, ή ανεξάρτητα, από το κεφάλαιο και το κράτος. Υπάρχει, ως εκ τούτου, αυξανόμενη αναγνώριση της σημασίας της “κοινωνίας” ως επίδικου εδάφους, και ως κεντρικής για την κοινωνική χειραφέτηση και μεταμόρφωση. Η κεντρικότητα του έθνους-κράτους κατά την περίοδο του βιομηχανικού καπιταλισμού έχει όλο και περισσότερο αμφισβητηθεί τόσο από διεθνείς οργανισμούς και δυνάμεις (και οι δύο δια-κρατικές και “δια-των κοινωνιών των πολιτών”) όσο και από υπο-εθνικές κοινότητες (περιφερειακές, εθνοτικές, τοπικές). Τα παραδοσιακά συνδικάτα, προσανατολισμένα στην “εθνική οικονομία”, στο “έθνος-κράτος”, δυσκολεύονται να λειτουργήσουν σε αυτά τα νέα, όλο και πιο σημαντικά, κοινωνικά επίπεδα.

[...]

Εκδημοκρατισμός εντός της εργασίας και απελευθέρωση από την εργασία

Οι αγώνες ενάντια στον απολυταρχισμό εντός της μισθωτής εργασίας είναι παραδοσιακοί στο εργατικό κίνημα, εκφραζόμενοι με όρους “εργατικού ελέγχου”, “εργατικής αυτοδιαχείρισης” ή “εργατικής συμμετοχής”. Αυτά που γράφονται εδώ, ωστόσο, πάνε πέρα από το παραδοσιακό πλαίσιο, αναγνωρίζοντας την κρίση των σοσιαλιστικών στρατηγικών, υιοθετώντας μια διεθνή προοπτική (συμπεριλαμβάνοντας, για παράδειγμα, τις εμπειρίες της τροπικής Αφρικής και τη συνδικαλιστική πολιτική στη Νότια Αφρική), είτε συνδέοντας τα εργατικά αιτήματα και εκείνα των νέων εναλλακτικών κοινωνικών κινημάτων (βλ. Bayat 1991). Το έργο του Bayat είναι εξαιρετικό για την αφοσίωσή του στη δημοκρατία γενικότερα, την επίγνωση των νέων κοινωνικών ζητημάτων και κινημάτων, και την απόκριση σε ένα φάσμα σύγχρονης βιβλιογραφίας σχετικά με τα εναλλακτικά κοινωνικά μοντέλα. Το συμπέρασμά του σχετικά με τις δυνατότητες που υπάρχουν κάτω από μη απολυταρχικές καπιταλιστικές συνθήκες στον Τρίτο Κόσμο είναι ότι ο έλεγχος μπορεί να λάβει τουλάχιστον τέσσερις μορφές: 1) “φυσικός” εργατικός έλεγχος στον μικρο-εμπορευματικό τομέα˙ 2) εκδημοκρατισμός των συνεταιρισμών˙ 3) κρατικά υποστηριζόμενα σχήματα που προκύπτουν από την πίεση των εργαζομένων (Μάλτα)˙ 4) συνδικαλιστικές προσπάθειες επηρεασμού της διαχείρισης των επιχειρήσεων και της εθνικής αναπτυξιακής πολιτικής (τροπική Αφρική), προσπάθειες εργοστασιακών συνδικάτων να αντιμετωπίσουν επιθέσεις των εργοδοτών που προκύπτουν από την αλλαγή των βιομηχανικών δομών (Ινδία) (172 ).

Ο αγώνας εντός της εργασίας πρέπει να συνδυαστεί με την απελευθέρωση από αυτήν. Ο Andre Gorz (1989) έχει παρουσιάσει μια προκλητική κριτική της ιδεολογίας της εργασίας που κυριαρχεί στο διεθνές συνδικαλιστικό κίνημα όσο και στα καπιταλιστικά (ή κρατικά) μέσα μαζικής ενημέρωσης. Αυτή η ιδεολογία υποστηρίζει ότι 1) όσο περισσότερο δουλεύει κανείς, τόσο το καλύτερο για όλους˙ 2) εκείνοι που δουλεύουν λίγο ή καθόλου ενεργούν ενάντια στα συμφέροντα της κοινότητας˙ 3) εκείνοι που εργάζονται σκληρά πετυχαίνουν και εκείνοι που δεν το καταφέρνουν ευθύνονται οι ίδιοι και μόνο. Επισημαίνει ότι σήμερα η σχέση μεταξύ περισσότερου και καλύτερου έχει σπάσει και ότι το πρόβλημα είναι τώρα η παραγωγή με διαφορετικό τρόπο, η παραγωγή άλλων πραγμάτων, ακόμη και με λιγότερη εργασία. Ο Gorz κάνει τη διάκριση μεταξύ εργασίας για οικονομικούς σκοπούς (ο ορισμός της εργασίας στον καπιταλισμό/κρατισμό), οικιακής εργασίας - εργασίας για τον “εαυτό” (κυρίως το επιπλέον έργο των γυναικών), και αυτόνομης δραστηριότητας (καλλιτεχνική, σχεσιακή, εκπαιδευτική, αλληλοβοήθειας, κ.λπ.). Υποστηρίζει μια μετακίνηση από τον πρώτο τύπο προς τον τρίτο, και την άρθρωση όλο και περισσότερο του δεύτερου με τον τρίτο ώστε να μην είναι εξαρτώμενος από τον πρώτο.

Ο Gorz επισημαίνει ότι, με τις νέες τεχνολογίες, θα είναι δυνατόν μέσα σε λίγα χρόνια, στις βιομηχανικές καπιταλιστικές χώρες, να μειωθεί ο μέσος όρος ωρών εργασίας από 1.600 σε 1.000 το χρόνο χωρίς πτώση του βιοτικού επιπέδου. Υπό καπιταλιστικές συνθήκες, βεβαίως, αυτό που είναι πιθανό να συμβεί είναι η διαίρεση του ενεργού πληθυσμού σε 25 τοις εκατό ειδικευμένων, μόνιμων και συνδικαλισμένων εργαζομένων, 25 τοις εκατό ανασφαλείς και ανειδίκευτους περιφερειακούς εργαζόμενους, και 50 τοις εκατό ημι-άνεργων, άνεργων ή περιθωριοποιημένων, περιστασιακά ή εποχιακά εργαζομένων. Αν τα συνδικάτα δεν πρέπει να συρρικνωθούν σε κάποιο είδος νεο-συντεχνιακής υπηρεσίας αμοιβαίας προστασίας για τους εξειδικευμένους και προνομιούχους, θα πρέπει, ισχυρίζεται ο Gorz, να αγωνιστούμε για απελευθέρωση από, καθώς και για απελευθέρωση στην, εργασία.

Η απελευθέρωση από την εργασία για οικονομικούς σκοπούς, μέσω της μείωσης των ωρών εργασίας και την ανάπτυξη άλλων τύπων δραστηριοτήτων, αυτο-ρυθμιζόμενων και αυτο-καθοριζόμενων από τα άτομα που εμπλέκονται, είναι ο μόνος τρόπος για να δοθεί θετικό νόημα στις εξοικονομήσεις μισθωτής εργασίας που επέφερε η σύγχρονη τεχνολογική επανάσταση. Το σχέδιο για μια κοινωνία απελευθερωμένου χρόνου, στην οποία ο καθένας θα είναι σε θέση να εργαστεί, αλλά θα εργάζεται όλο και λιγότερο για οικονομικούς σκοπούς, είναι το πιθανό νόημα των σημερινών ιστορικών εξελίξεων. Ένα τέτοιο σχέδιο είναι σε θέση να δώσει συνοχή και μια ενοποιητική προοπτική στα διάφορα στοιχεία που συνθέτουν το κοινωνικό κίνημα αφού 1) είναι μια λογική προέκταση της εμπειρίας και των αγώνων των εργαζομένων στο παρελθόν˙ 2) εκτείνεται πέρα από αυτή την εμπειρία και αυτούς τους αγώνες προς στόχους οι οποίοι ανταποκρίνονται στα συμφέροντα τόσο των εργαζομένων όσο και των μη εργαζομένων, και έτσι είναι σε θέση να στερεώσει δεσμούς αλληλεγγύης και κοινής πολιτικής βούλησης μεταξύ τους˙ 3) ανταποκρίνεται στις προσδοκίες του ολοένα αυξανόμενου ποσοστού ανδρών και γυναικών που επιθυμούν να (επαν)αποκτήσουν τον έλεγχο στην και της ζωής τους (224. Original stress). Σε περίπτωση που θεωρηθεί ότι ο αγώνας κατά της μισθωτής εργασίας είναι προνόμιο μόνο των εργαζομένων στα βιομηχανικά καπιταλιστικά κράτη πρόνοιας (στο βαθμό που υπάρχουν ακόμα τέτοια), θα πρέπει να σημειωθεί ότι με τον διηπειρωτικό αγώνα για την οκτάωρη εργάσιμη ημέρα γεννήθηκε το διεθνές συνδικαλιστικό κίνημα τη δεκαετία του 1890, και ότι παρόμοιες εθνικές ή διεθνείς στρατηγικές έχουν προταθεί στη Λατινική Αμερική (Sulmont 1988) και τις ΗΠΑ (Brecher και Costello 1990a).

Η σημασία της επιχειρηματολογίας του Gorz έγκειται ακριβώς στο ρίζωμά της στην ιστορία του διεθνούς εργατικού κινήματος και τις σύγχρονες συνδικαλιστικές ανησυχίες, και στις σαφείς συνδέσεις που κάνει με τα νέα κοινωνικά κινήματα - ή, αν θέλετε, με εκείνα τα συμφέροντα και τις ταυτότητες των εργαζομένων που τα συνδικάτα σήμερα αγνοούν ή καταστέλλουν.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Alperin, Davida. 1990. `Social Diversity and the Necessity of Alliances: A Developing Feminist Perspective’, in Lisa Albrecht and Rose Brewer (eds.), Bridges of Power: Women’s Multicultural Alliances. Philadelphia: New Society Publishers. Pp.23-33.

Aronowitz, Stanley. 1988. `Postmodernism and Politics’, in Andrew Ross (ed.), Universal Abandon? The Politics of Postmodernism. Edinburgh: Edinburgh University Press. Pp.46-62.

Arthur, Chris. (ed.). 1970. Karl Marx and Frederick Engels: The German Ideology. Part 1. London: Lawrence and Wishart.

Bayat, Assef. 1991. Work, Politics and Power: An International Perspective on Workers’ Control and Self-Management. London: Zed Press. 243pp.

Bird, Adrienne and Geoff Schreiner. 1992. `COSATU at the Crossroads: Towards Tripartite Corporatism or Democractic Socialism?’, South African Labour Bulletin, Vol.16, No.6, pp.22-32.

Brecher, Jeremy and Tim Costello. 1990a. `The Great Time Squeeze’, Z Magazine, October, pp. 102-107.

Brecher, Jeremy and Tim Costello (eds). 1990b. Building Bridges: The Emerging Grassroots Coalition of Labour and Community. New York: Monthly Review Press. 352pp.

Brecher, Jeremy and Tim Costello. 1994. Global Village vs. Global Pillage: Economic Reconstruction from the Bottom Up. Boston: South End Press. 237pp.

Castells, Manuel. 1983. The City and the Grassroots: A Cross-Cultural Theory of Urban Social Movements. London: Edward Arnold.

Chhachhi, Amrita and Pittin, Rene. 1996. `Multiple Identities, Multiple Strategies’, in Amrita Chhachhi and Renee Pittin (eds), Confronting State, Capital and Patriarchy: Women Organising in the Process of Industrialisation. London: Macmillan, pp.93-130.

DeMartino, George. 1991. `Trade Union Isolation and the Catechism of the Left’, Rethinking Marxism, Vol.4, No.3, pp.29-51.

Drainville, Andre. Forthcoming. `Left Internationalism and the Politics of Resistance in the New World Order’, in Jozsef Borocz and David Smith (eds), A New World Order? Global Transformations in the Late Twentietch Century. Westport: Greenwood Press.

Eisenstein, Zillah. 1996. `Women’s Publics and the Search for New Democracies’, Paper to Conference on Women, Citizenship and Difference, University of Greenwich, London, July 16-18. 60pp.

Evers, Tilman. 1985. `Identity: The Hidden Side of New Social Movements in Latin America’, in David Slater (ed.), New Social Movements and the State in Latin America. Dordrecht: Foris. Pp.43-72.

Fishman, Robert. 1988. `Labour in Democratic Spain’. Paper to Kellog Institute Conference on Labour and Redemocratisation, April 26-28, 1988. University of Notre Dame. 53 pp.

Gelb, Stephen and Eddie Webster. 1996. `Jobs and Equity: The Social Democratic Challenge’, South African Labour Bulletin, Vol.20, No.3, pp.73-78.

Giddens, Anthony. 1990. The Consequences of Modernity. Cambridge: Polity Press. 186pp.

Gorz, Andre. 1989. `Summary for Trade Unionists and Other Left Activists’, in Critique of Economic Reason. London: Verso. Pp.219-42.

Guzman, Virginia and Amalia Mauro. 1996. `Redes sociales y participacion ciudadania’ (Social Networks and Citizen Participation). Paper to Seminar: Mujeres, Cultura Civica y Democracia’, Mexico DF, July 8-12. 23pp.

Harding, Sandra. 1992. `Subjectivity, Experience and Knowledge: An Epistemology from/for Rainbow Coalition Politics’, Development and Change (Special Issue: Emancipations, Modern and Postmodern), Vol.23, No.3, pp.175-94

Harvey, David. 1989. The Condition of Postmodernity. Oxford: Blackwell. 378pp.

Hyman, Richard. 1994. `New Trade Union Strategies? Richard Hyman Raises Some Crucial Controversies that Need to be Debated by a “Relaunched” British Trade Unionism’. New Times, (London). April 30, p.4.

Lee, Eric. Forthcoming. Labour and the Internet: The New Internationalism. London: Pluto Press.

Lenin, Vladimir. 1970. `What is to be Done?’, in On Trade Unionism. Moscow: Progress Publishers.

Lenin, Vladimir. 1976. `Two Tactics of Social Democracy in the Democratic Revolution’, in Alliance of the Working Class and the Peasantry. Moscow: Progress Publishers. Pp.104-20.

MacShane, Denis. 1992. `The New International Working Class and its Organisations’, New Politics, Vol.4, No.1, pp.134-149.

Mathews, John. 1989. Age of Democracy: The Politics of Post-Fordism. Melbourne: Oxford University Press. 278pp.

Melucci, Alberto. 1989. Nomads of the Present: Social Movements and Individual Needs in Contemporary Society. London: Hutchinson. 288pp.

Michels, Robert. Political Parties. London: Jarrold and Sons.

Melchiori, Paola. 1996. `Messages from Huariou: For a Redefinition of the Spaces of Politics’, Paper for Course on NGOs and Social Movements, El Taller, Hammamet, Tunisia, May 20-July 13. 12pp.

Mineiro, Adhemar and Sergio Ferreira. 1992. `Congress of CUT-B – New Challenges Bring Out Deep Divisions’, South African Labour Bulletin. Vol.16, No.3, pp.78-81.

Parodi, Jorge. 1986. `Ser Obrero es algo Relativo…’: Obreros, Clasismo y Politica (`To be a Worker is Something Relative…’: Workers, Classism and Politics). Lima: Instituto de Estudios Peruanos. 184pp.

Poster, Mark. 1990. `Introduction: Words without Things’, in The Mode of Information: Poststructuralism and Social Context. Cambridge: Polity Press. Pp.1-20.

Pheterson, Gail. 1990. `Alliances between Women: Overcoming Internalised Oppression and Internalised Domination’, in Lisa Albrecht and Rose Brewer (eds.), Bridges of Power: Women’s Multicultural Alliances. Philadelphia: New Society Publishers. Pp.34-48.

Sulmont, Denis. 1988. Deuda y Trabajadores: Un Reto para la Solidaridad (Debt and Workers: A Challenge to Solidarity). Lima: ADEC/ATC. 127pp.

Staniszkis, Jadwiga. 1989. `The Obsolescence of Solidarity’, Telos, No.80, pp.37-50.

Unger, Roberto Mangabeira. 1995. `The 3rd of October 1994 and the Future of Brazil’s Workers’ Party (PT)’, Constellations, Vol.2, No.2, pp.224-241.

Vargas, Virginia. 1996. `Reflections on a Post-Beijing Agenda’, Paper to Conference on Women, Citizenship and Difference, University of Greenwich, London, July 16-18, 20pp.

Waterman, Peter. 1991. `A New Labour Internationalism: What Content and What Form?’, South African Labour Bulletin, Vol. 16, No.2, pp.69-75.

Waterman, Peter. 1992. `International Labour Communication by Computer: The Fifth International?’,Working Paper, No.129. The Hague: Institute of Social Studies. 80pp.

Waterman, Peter. 1993. `Social Movement Unionism: A New Model for a New World Order’,Review, Vol.16, No.3, pp.245-278.

Waterman, Peter. 1995. `New “Social Unionism”: A Model for the Future?’, South African Labour Bulletin, Vol.19, No.5, pp.69-76.

Waterman, Peter. 1996a. `Globalisation, Civil Society, and Solidarity’, in Annabelle Sreberny-Mohammadi and Sandra Braman (eds), Globalisation, Communication and Transnational Civil Society. Cresskill: Hampton Press. Pp.37-61.

Waterman, Peter. 1996b. The Newest International Labour Studies: Fit for the New World Order?,Working Paper Series, No.217. The Hague: Institute of Social Studies. 37pp.

Waterman, Peter. Forthcoming. From Labour Internationalism to Global Solidarity. London: Cassell.


Μετάφραση: Κ.Χ.

Απόσπασμα από κείμενο που δημοσιεύτηκε στο snuproject.wordpress.com


Ο Peter Waterman (Λονδίνο, 1936) είναι ανεξάρτητος ερευνητής και συγγραφέας του Globalisation, Social Movements and the New Internationalisms, Cassell, London, 1998, και (μαζί με τον Ronaldo Munck) του Labour Worldwide in the Era of Globalisation: Alternative Union Models in the New World Order, Macmillan, London, 1999.

Δεν υπάρχουν σχόλια: