Τρίτη 30 Ιουλίου 2013

Γκέτο και αντι-γκέτο: Μια ανατομία της νέας αστικής φτώχειας

Ο Loic Wacquant μιλά για το νέο του βιβλίο, Urban Outcasts, μία ανάλυση των μεταμορφώσεων των αμερικανικών γκέτο και των ευρωπαϊκών αστικά υποβαθμισμένων περιοχών που παρουσιάζουν συγκέντρωση μεταναστών. Υποστηρίζει ότι τα banlieues της Κόκκινης Ζώνης στη Γαλλία συγκροτούν, αυτό που ονομάζει, αντι-γκέτο: χώρους εθνικά ανομοιογενείς, με πορώδη σύνορα, φθίνοντες θεσμούς, και χωρίς μια κοινή πολιτιστική ταυτότητα.

Στο Urban Outcasts (Απόβλητοι των πόλεων) κάνετε μια μεθοδική σύγκριση της εξέλιξης του μαύρου αμερικανικού γκέτο και της γαλλικής λαϊκής περιφέρειας ή banlieue,τις τρεις τελευταίες δεκαετίες. Γιατί επιχειρήσατε αυτή τη σύγκριση και τι αποκαλύπτει για το μεταβαλλόμενο πρόσωπο της φτώχειας στην πόλη;
 
Loic Wacquant: Αυτό το βιβλίο γεννήθηκε από τη σύγκλιση δύο σοκ, το πρώτο προσωπικό και το δεύτερο πολιτικό. Το προσωπικό σοκ ήταν η ανακάλυψη, από πρώτο χέρι, του μαύρου αμερικανικού γκέτο – ή αυτού που απέμεινε- όταν μετακόμισα στο Σικάγο κι έζησα για έξι χρόνια στην περιφέρεια της Νότιας Πλευράς της πόλης. Ερχόμενος από τη Γαλλία, σοκαρίστηκα από την ένταση της αστικής ερήμωσης, του φυλετικού διαχωρισμού, της κοινωνικής στέρησης και της βίας του δρόμου που συγκεντρώνονται σ’ αυτή την terra non grata , την οποία οι ‘απέξω’, συμπεριλαμβανομένων πολλών διανοουμένων, φοβούνται, αποφεύγουν και υποτιμούν.
 
Το πολιτικό σοκ ήταν ο διάχυτος ηθικός πανικός για τη γκετοποίηση στη Γαλλία και σ’ ένα μεγάλο μέρος της Δυτικής Ευρώπης. Στη δεκαετία του 1990, τα μέσα επικοινωνίας, οι πολιτικοί, ακόμη και κάποιοι ερευνητές, είχαν φτάσει να πιστεύουν ότι οι εργατικές γειτονιές στις περιφέρειες ευρωπαϊκών πόλεων μετατρέπονταν σε γκέτο, κατά το πρότυπο των Ηνωμένων Πολιτειών. Έτσι η δημόσια συζήτηση και η κρατική πολιτική επαναπροσδιορίζονταν προς την καταπολέμηση της ανάπτυξης των λεγόμενων γκέτο, με βάση την αντίληψη ότι υπήρχε ‘αμερικανοποίηση’ της αστικής φτώχειας, δηλαδή ότι διακρινόταν από μια όλο και βαθύτερη εθνική διαίρεση, αυξανόμενο διαχωρισμό και αχαλίνωτη εγκληματικότητα.
 
Το άθροισμα αυτών των δυο σοκ γέννησε το ερώτημα που έδωσε ζωή σε μια δεκαετία έρευνας: υπάρχει σύγκλιση μεταξύ των αμερικανικών γκέτο και των ευρωπαϊκών αστικά υποβαθμισμένων περιοχών που παρουσιάζουν συγκέντρωση μεταναστών, και εάν όχι, τότε τι συμβαίνει; Και τι καθορίζει τη μεταμόρφωσή τους; Για να απαντήσω σ’ αυτές τις ερωτήσεις, μάζεψα στατιστικά στοιχεία και έκανα επιτόπια παρατήρηση σ’ ένα ρημαγμένο τμήμα της ‘Μαύρης Ζώνης’ του Σικάγο και σε ένα αποβιομηχανοποιημένο προάστιο της ‘Κόκκινης Ζώνης’ του Παρισιού, μεταξύ του αεροδρομίου του Ρουασί και της πρωτεύουσας. Επίσης, κατασκεύασα ξανά την ιστορική τροχιά τους, γιατί κανείς δεν μπορεί να καταλάβει τι συνέβη σ’ αυτές τις παρακμασμένες γειτονιές, στη δεκαετία του 1990, αν δεν λάβει υπόψη τον πλήρη κύκλο του εικοστού αιώνα, που σφραγίστηκε από την άνθιση και, στη συνέχεια, το τέλος της βιομηχανοποίησης τύπου Φορντ και κεΪνσιανού κράτους πρόνοιας.
 
Τι συνέβη λοιπόν στην αμερικανική Μαύρη Ζώνη και τη γαλλική Κόκκινη Ζώνη και κατά πόσο συγκλίνουν;
 
Loic Wacquant:Για την αμερικανική πλευρά έδειξα ότι, μετά τις ταραχές της δεκαετίας του 1960, το γκέτο των μαύρων εξερράγη ή, αν θέλετε, κατέρρευσε, λόγω της ταυτόχρονης σύμπτυξης της οικονομίας της αγοράς και της περιστολής του κοινωνικού κράτους. Το αποτέλεσμα ήταν μια νέα αστική μορφή που ονομάζω υπεργκέτο, η οποία χαρακτηρίζεται από διπλό αποκλεισμό με βάση τη φυλή και την τάξη και ενισχύεται από μια κρατική πολιτική που σχετίζεται με την υποχώρηση της πρόνοιας και την αστική εγκατάλειψη. Όταν λοιπόν μιλάμε για το αμερικανικό γκέτο, επιβάλλεται να το τοποθετούμε ιστορικά και να μην το συγχέουμε με το ‘κοινοτικό γκέτο’ της δεκαετίας του 1950 και τον απόγονο του τού τέλους του αιώνα. Το κοινοτικό γκέτο ήταν ένας κόσμος παράλληλος, ‘μια μαύρη πόλη μέσα στη λευκή’, όπως αναφέρουν οι αφρο-Αμερικανοί κοινωνιολόγοι St. Clair Drake και Horace Cayton,στο σπουδαίο βιβλίο τους Black Metropolis. Χρησίμευε ως δεξαμενή ανειδίκευτων εργατικών χεριών για τα εργοστάσια και ο πυκνός ιστός των οργανώσεών του αποτελούσε ένα είδος προστασίας έναντι της κυριαρχίας των λευκών. Με την από-βιομηχανοποίηση και τη μεταστροφή στον χρηματοοικονομικό καπιταλισμό, το υπεργκέτο δεν έχει οικονομική λειτουργία και στερείται κοινοτικών οργανώσεων, τις οποίες υποκατέστησαν κρατικοί θεσμοί κοινωνικού ελέγχου. Είναι ένα εργαλείο σκέτου αποκλεισμού, ένα απλό δοχείο υποδοχής για τα στιγματισμένα τμήματα του μαύρου προλεταριάτου: τους άνεργους, τους αποδέκτες της πρόνοιας, τα εγκληματικά στοιχεία και τους συμμετέχοντες στην ανθούσα παραοικονομία.
 
Σε ό,τι αφορά στη γαλλική πλευρά, αποδεικνύεται πως τα κυρίαρχα μέσα επικοινωνίας και η αντίληψη πολιτικής κάνουν λάθος: οι περιφέρειες των χαμηλότερων τάξεων έχουν υποστεί μια διαδικασία εξαθλίωσης και σταδιακής αποσύνθεσης που τις απομάκρυνε από το πρότυπο του γκέτο. Το γκέτο είναι ένας εθνικά ομοιογενής θύλακας που περιλαμβάνει όλα τα μέλη μιας κατώτερης κατηγορίας και τους θεσμούς τους, αποτρέποντας την πρόκληση εντάσεων στην πόλη. Σήμερα, τα παρακμάζοντα banlieues είναι μικτά και, τις τρεις τελευταίες δεκαετίες, έχουν γίνει πιο ποικίλα από πλευράς εθνικής στρατολόγησης – περιλαμβάνουν συνήθως μια πλειοψηφία Γάλλων πολιτών και μετανάστες από δυο έως και τρεις ντουζίνες εθνικότητες. Η αυξανόμενη παρουσία αυτών των μεταναστών της μετα-αποικιακής εποχής οφείλεται στη μείωση του χωροταξικού διαχωρισμού τους: παλιότερα ήταν αποκλεισμένοι από τα δημόσια συγκροτήματα κατοικιών και επομένως πιο απομονωμένοι. Και οι κάτοικοι που ανέρχονται στην ταξική δομή μέσα απ’ το σχολείο, την αγορά εργασίας ή την επιχειρηματικότητα σπεύδουν να εγκαταλείψουν αυτές τις υποβαθμισμένες περιοχές.
 
Τα banlieues της Κόκκινης Ζώνης έχουν επίσης χάσει τους περισσότερους από τους τοπικούς θεσμούς που συνδέονταν με το Κομμουνιστικό Κόμμα (στο οποίο χρωστούν το υποκοριστικό τους), οργάνωναν τη ζωή γύρω από το τρίο του εργοστασίου, του συνδικάτου και της γειτονιάς κι έδιναν στον κόσμο συλλογική περηφάνια για την τάξη και την πόλη του. Η εθνική ανομοιογένεια, τα πορώδη σύνορα, η φθίνουσα θεσμική πυκνότητα και η ανικανότητα να δημιουργήσουν μια κοινή πολιτιστική ταυτότητα έκαναν αυτές τις περιοχές το αντίθετο των γκέτο: είναι αντι-γκέτο.
 
Αυτό δεν συνάδει με την εικόνα που περιγράφουν τα γαλλικά μέσα ενημέρωσης, οι πολιτικοί τόσο της Δεξιάς όσο και της Αριστεράς και οι ακτιβιστές που κινητοποιούνται γύρω από θέματα μετανάστευσης, φυλής και υπηκοότητας, ιδιαίτερα μετά το κύμα ταραχών που σάρωσε τα banlieues των χαμηλότερων τάξεων, τον Νοέμβριο του 2005.
 
Loic Wacquant:Αυτή είναι μια καλή απεικόνιση, μια καίρια συμβολή της κοινωνιολογίας στην πολιτική συζήτηση: μέσα από τη διαμόρφωση ιδεών και τη συστηματική παρατήρηση, φανερώνει τα αγεφύρωτα κενά- στη συγκεκριμένη περίπτωση την πλήρη αντίφαση- ανάμεσα στη δημόσια αντίληψη και την κοινωνική πραγματικότητα. Οι μετανάστες και τα παιδιά τους στη γαλλική πόλη έχουν μάλλον αναμιχθεί παρά διαχωριστεί. Το κοινωνικό προφίλ και οι ευκαιρίες τους έχουν μάλλον πλησιάσει εκείνες των γηγενών Γάλλων αντί να είναι διαφορετικές, ακόμη κι αν πλήττονται από υψηλότερα ποσοστά ανεργίας. Διαχέονται περισσότερο στο χώρο, αντί να συγκεντρώνονται. Και επειδή τώρα είναι πιο ‘ενσωματωμένοι’ στην εθνική ζωή και ανταγωνίζονται για τα συλλογικά αγαθά, τους βλέπουν ως απειλή και η ξενοφοβία διογκώνεται ανάμεσα στα γηγενή τμήματα της εργατικής τάξης που απειλούνται από μια καθοδική κινητικότητα.
 
Οι αστικές περιφέρειες στη Δυτική Ευρώπη δεν πάσχουν από γκετοποίηση αλλά από τη διάλυση της παραδοσιακής εργατικής τάξης, που οφείλεται στην ομαλοποίηση της μαζικής ανεργίας και τη διάδοση των αβέβαιων θέσεων εργασίας μερικής απασχόλησης, όπως και στον διασυρμό στη δημόσια συζήτηση. Στην πραγματικότητα, η συζήτηση για τη ‘γκετοποίηση’ αποτελεί μέρος της συμβολικής δαιμονοποίησης των περιοχών των χαμηλότερων τάξεων, που γίνονται έτσι κοινωνικά ασθενέστερες και πολιτικά περιθωριοποιημένες.
 
Το Urban Outcasts δείχνει ότι η θέση της ‘σύγκλισης’ μεταξύ Ευρώπης και Αμερικής στο πρότυπο του μαύρου γκέτο είναι εμπειρικά λανθασμένη και πολιτικά παραπλανητική. Στη συνέχεια, αποκαλύπτει την ‘ανάδυση’ ενός νέου καθεστώτος αστικής φτώχειας κι από τις δυο πλευρές του Ατλαντικού, διαφορετικού από το καθεστώς των πενήντα χρόνων που προηγήθηκαν και το οποίο ήταν εδραιωμένο στη σταθερή βιομηχανική εργασία και το δίκτυ ασφαλείας του κεϊνσιανού κράτους. Αυτή η προωθημένη περιθωριοποίηση τροφοδοτείται από τον κατακερματισμό της μισθωτής εργασίας, τον επαναπροσδιορισμό της κρατικής πολιτικής μακριά από την κοινωνική προστασία και προς όφελος του καταναγκασμού της αγοράς και από τη γενικευμένη αναζωπύρωση της ανισότητας- είναι η περιθωριοποίηση που παράγει η νεοφιλελεύθερη επανάσταση. Αυτό σημαίνει ότι δεν είναι πίσω μας, αλλά μπροστά μας. Είναι αναγκασμένη να παραμείνει και να αναπτυχθεί, καθώς οι κυβερνήσεις εφαρμόζουν πολιτικές κατάργησης των κανόνων στην οικονομία και εμπορευματοποίησης των δημόσιων αγαθών. Αυτή όμως η κοινωνική πραγματικότητα, που διαμορφώνεται από τη σπανιότητα και την αβεβαιότητα της εργασίας και τον μεταβαλλόμενο ρόλο του κράτους, καθίσταται πιο ασαφής από το εθνοποιημένο ιδίωμα της μετανάστευσης, τη διάκριση, και την ‘ανομοιότητα’. Πρόκειται, ασφαλώς, για πραγματικά ζητήματα, που δεν αποτελούν όμως την κινητήρια δύναμη πίσω από την περιθωριοποίηση της αστικής περιφέρειας στην Ευρώπη. Ακόμη χειρότερα, εξυπηρετούν την απόκρυψη του νέου κοινωνικού ζητήματος- την αβέβαιη εργασία και τις συνέπειές της στη διαμόρφωση του νέου αστικού προλεταριάτου του εικοστού πρώτου αιώνα.
 
Στο βιβλίο, υπογραμμίζετε τη συλλογική ταπείνωση που νιώθουν οι άνθρωποι που συνωστίζονται στα υπεργκέτο και τα αποβιομηχανοποιημένα banlieue. Οι κάτοικοι της Μαύρης Ζώνης έχουν χάσει τη φυλετική περηφάνια τους και οι αντίστοιχοί τους στην Κόκκινη Ζώνη έχουν χάσει την ταξική περηφάνια τους. Υποστηρίζετε ότι ο ‘εδαφικός στιγματισμός’ είναι η νέα διάσταση της αστικής περιθωριοποίησης στην Αμερική και στην Ευρώπη, στο έμπα του νέου αιώνα.
 
Loic Wacquant:Πράγματι, ένα από τα διακριτά χαρακτηριστικά της προωθημένης περιθωριοποίησης είναι το διάχυτο χωροταξικό στίγμα που απαξιώνει τους ανθρώπους που βρίσκονται παγιδευμένοι σε υποβαθμισμένες γειτονιές. Σε κάθε προωθημένη κοινωνία, ένας αριθμός αστικών περιοχών ή πόλεων έχουν γίνει εθνικά σύμβολα και συνώνυμα για όλα τα κακά της πόλης: το Clichy-sous-Bois (απ’ όπου ξεκίνησαν οι ταραχές του Νοεμβρίου 2005), στη Γαλλία, το Moss Side του Μάντσεστερ, στην Αγγλία, το Berlin-Neukoln στη Γερμανία, το South-Bronx στη Νέα Υόρκη κλπ. Αυτή η αυξανόμενη δυσφήμηση των υποβαθμισμένων περιοχών της μητρόπολης αποτελεί άμεση συνέπεια της πολιτικής εξασθένησης των Αφρο-αμερικανών στην πολιτική σκηνή των Ηνωμένων Πολιτειών και της εργατικής τάξης στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή.
 
Όταν μια περιοχή θεωρείται το ‘φρικτό μέρος’ της πόλης, όπου μόνο τα αποβράσματα της κοινωνίας μπορούν να ζήσουν, όταν το όνομά της είναι συνώνυμο με τη φαυλότητα και τη βία στη δημοσιογραφική και πολιτική συζήτηση, ο σπίλος αυτού του μέρους επικαλύπτει τα στίγματα της φτώχειας και της εθνότητας ( που σημαίνει ‘φυλή’ στις Ηνωμένες Πολιτείες και αποικιακή καταγωγή στην Ευρώπη). Εδώ άντλησα από τις θεωρίες του Ervin Gofman και του δασκάλου μου Pierre Bourdieu για να αναδείξω τον τρόπο με τον οποίο η δημόσια ανυποληψία που πλήττει αυτές τις περιοχές κάνει τους κατοίκους να υποτιμούν τον εαυτό τους και διαβρώνει τους κοινωνικούς δεσμούς τους. Ως αντίδραση στη δυσφήμηση του χώρου, οι κάτοικοι ακολουθούν στρατηγικές αμοιβαίας αποστασιοποίησης και πλάγιας σπίλωσης. Αποσύρονται στην ιδιωτική σφαίρα της οικογένειας και αποχωρούν από τη γειτονιά (όταν έχουν επιλογή). Αυτές οι πρακτικές συμβολικής αυτοπροστασίας προβάλλουν μια προφητεία αυτό-εκπλήρωσης μέσω της οποίας οι αρνητικές απεικονίσεις του μέρους καταλήγουν να παράγουν σε αυτό την ίδια την πολιτιστική ανομία και τον κοινωνικό ατομικισμό που, σύμφωνα με τις απεικονίσεις αυτές, υπήρχαν ήδη εκεί.
 
Ο εδαφικός στιγματισμός δεν υπονομεύει μόνο την ικανότητα για συλλογικό προσδιορισμό ταυτότητας και δράση των οικογενειών των χαμηλότερων τάξεων, αλλά πυροδοτεί την προκατάληψη και τη διάκριση στους ‘απέξω’, όπως οι εργοδότες και οι δημόσιες γραφειοκρατίες. Οι νέοι της La Courneuve, της στιγματισμένης πόλης της Κόκκινης Ζώνης, στα περίχωρα του Παρισιού, που μελέτησα, παραπονιούνται διαρκώς ότι πρέπει να κρύβουν τη διεύθυνσή τους όταν ψάχνουν για δουλειά, όταν γνωρίζουν κορίτσια ή πηγαίνουν σε πανεπιστήμιο έξω απ’ την πόλη τους, προκειμένου να αποφύγουν αρνητικές αντιδράσεις φόβου ή απόρριψης. Η αστυνομία τούς μεταχειρίζεται πιο αυστηρά, όταν οι άνδρες της ανακαλύπτουν ότι προέρχονται από αυτή τη σπιλωμένη πόλη που θεωρείται φοβερό ’γκέτο’. Ο εδαφικός στιγματισμός είναι ένα ακόμη εμπόδιο στο δρόμο της κοινωνικοοικονομικής ενσωμάτωσης και της πολιτικής συμμετοχής.
 
Σημειώστε ότι το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται στη Λατινική Αμερική μεταξύ των κατοίκων των κακόφημων favelas της Βραζιλίας, των poblaciones της Χιλής και των villas miserias της Αργεντινής. Υποπτεύομαι ότι οι κάτοικοι της Villa del Bajo Flores, της La Cava ή της Villa de Retiro στο Μπουένος Άιρες γνωρίζουν με το παραπάνω τι είναι η ‘διάκριση της διεύθυνσης’. Αυτό το εδαφικό στίγμα συνδέεται με τις υποβαθμισμένες περιοχές της αργεντίνικης πόλης για τον ίδιο λόγο που ισχύει για το υπεργκέτο των Ηνωμένων Πολιτειών και τα αντι-γκέτο της Ευρώπης: τη συγκέντρωση σε αυτά των άνεργων, των άστεγων και των μεταναστών χωρίς χαρτιά, όπως και των κατώτερων τμημάτων του νέου αστικού προλεταριάτου που απασχολείται στην παραοικονομία των υπηρεσιών. Και η τάση των κρατικών ελίτ είναι να χρησιμοποιούν το χώρο ως ‘προπέτασμα’ για να αποφεύγουν να αντιμετωπίζουν τα προβλήματα που έχουν τις ρίζες τους στη μετατροπή της εργασίας.
 
Αυτό το εδαφικό στίγμα δεν διευκολύνει τη μεταστροφή στο ποινικό κράτος και την εγκαθίδρυση της πολιτικής της ‘μηδενικής ανοχής’, που την παγκόσμια διάδοσή της αναλύσατε στο προηγούμενο βιβλίο σας Les prisons de la misère/Carceles de la Miseria;
 
Loic Wacquant:Η σπίλωση του χώρου δίνει στο κράτος αυξημένη ελευθερία να εφαρμόζει επιθετική πολιτική ελέγχου της νέας περιθωριοποίησης που μπορεί να πάρει τη μορφή διασποράς ή ανάσχεσης, ή ακόμη καλύτερα ενός συνδυασμού των δυο προσεγγίσεων. Διασπορά σημαίνει διασκορπισμός των φτωχών στο χώρο και ανάκτηση των εδαφών που παραδοσιακά καταλαμβάνουν, με το πρόσχημα ότι οι γειτονιές τους είναι κακές ‘απαγορευμένες περιοχές’ που απλώς δεν μπορούν να διασωθούν. Αυτό συμβαίνει σήμερα με τη μαζική κατεδάφιση των δημόσιων οικιστικών συγκροτημάτων στην καρδιά του ιστορικού γκέτο της αμερικανικής μητρόπολης και των εξαθλιωμένων περιφερειών πολλών ευρωπαϊκών πόλεων. Χιλιάδες μονάδες τέτοιων κατοικιών καταστρέφονται μέσα στη νύχτα και οι κάτοικοί τους σκορπίζονται σε κοντινές περιοχές ή σε φτωχές συνοικίες, λίγο πιο μακριά, δημιουργώντας την εντύπωση ότι ‘το πρόβλημα λύθηκε’. Η διασπορά των φτωχών των πόλεων μπορεί να τους καθιστά λιγότερο ορατούς και λιγότερο ενοχλητικούς πολιτικά, αλλά δεν τους δίνει δουλειά ούτε τους εξασφαλίζει ένα βιώσιμο κοινωνικό στάτους.
 
Η δεύτερη τεχνική για την αντιμετώπιση της αύξησης της προωθημένης περιθωριοποίησης ακολουθεί την αντίθετη τακτική: αποσκοπεί στη συγκέντρωση και συγκράτηση της αναταραχής που δημιουργούν ο κατακερματισμός της εργασίας και η αποσταθεροποίηση της εθνικής (φυλετικής ή εθνικής) ιεραρχίας, απλώνοντας ένα γερό αστυνομικό δίκτυο γύρω από την υποβαθμισμένη γειτονιά και επεκτείνοντας τις φυλακές στις οποίες τα πλέον απείθαρχα στοιχεία εξορίζονται μόνιμα. Αυτή η ποινική ανάσχεση συνοδεύεται συνήθως στο μέτωπο της κοινωνικής πρόνοιας από μέτρα που έχουν στόχο να σπρώξουν τους αποδέκτες της δημόσιας βοήθειας στις κατώτερες χαραμάδες της παραοικονομίας των υπηρεσιών, υπό την ονομασία του ‘συστήματος εκπαίδευσης ανέργων’ (Περιγράφω την εφεύρεση, στις Ηνωμένες Πολιτείες, αυτής της νέας πολιτικής για τη φτώχεια που παντρεύει την περιοριστική ‘εκπαίδευση ανέργων’ με την επεκτατική ‘εκπαίδευση φυλακής’, στο επόμενο βιβλίο μου Punishing the Poor/Castigar a los pobres). Αλλά η πολιτική της mano dura ή ‘μηδενικής ανοχής’ είναι επίσης καταδικασμένη σε αποτυχία. Πετώντας τους άνεργους, τους περιθωριακά απασχολούμενους και τους μικρο-εγκληματίες πίσω απ’ τα κάγκελα, τους κάνουμε ακόμα λιγότερο απασχολούμενους, ενώ αποσταθεροποιούνται ακόμη περισσότερο οι οικογένειες και οι γειτονιές των χαμηλότερων τάξεων. Η ανάπτυξη της αστυνομίας, των δικαστηρίων και των φυλακών για την ανακοπή της περιθωριοποίησης, δεν είναι μόνο εξαιρετικά δαπανηρή και αναποτελεσματική, αλλά επιδεινώνει αυτούς ακριβώς τους ασθενείς που υποτίθεται ότι θεραπεύει. Κι έτσι μπαίνουμε ξανά στον φαύλο κύκλο που επεσήμανε πριν από πολύ καιρό ο Michel Foucault: η αποτυχία της φυλακής να λύσει το πρόβλημα της περιθωριοποίησης χρησιμεύει ως δικαιολογία για τη συνεχιζόμενη επέκτασή της.
 
Επιπλέον, στην Αργεντινή και τις γειτονικές χώρες που υπέστησαν, στον εικοστό αιώνα, δεκαετίες αυταρχικής διακυβέρνησης, η αστυνομία είναι από μόνη της φορέας βίας και η δικαστική μηχανή ξεχειλίζει από μεροληψία. Έτσι, το ξεδίπλωμα του ποινικού κράτους στον πάτο της ιεραρχίας των τάξεων και των περιοχών ισοδυναμεί με την εκ νέου εγκαθίδρυση μιας δικτατορίας στα περιθωριακά τμήματα της εργατικής τάξης. Παραβιάζει στην πράξη το ιδανικό της δημοκρατικής υπηκοότητας που θεωρητικά καθοδηγεί τις αρχές. Το κράτος δεν πρέπει να πολεμήσει το σύμπτωμα, την εγκληματική ανασφάλεια, αλλά την αιτία της αστικής αναταραχής: δηλαδή, την κοινωνική ανασφάλεια που το ίδιο το κράτος προκάλεσε καθώς έγινε ο επιμελής υπηρέτης του δεσποτισμού της αγοράς.
Πηγή: Ουλαλούμ

Δεν υπάρχουν σχόλια: